πανόπτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=panoptis
|Transliteration C=panoptis
|Beta Code=pano/pths
|Beta Code=pano/pths
|Definition=ου, ὁ, (ὄψομαι) [[all-seeing]], κύκλος ἡλίου <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>91</span>, cf. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>2.26</span>; of Zeus, <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>1045</span> (lyr.), <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>170</span>; <b class="b3">π. οἰοβουκόλος</b>, of Argus, <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>304</span> (also [[πανόπτης]] alone, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1115</span>, <span class="bibl">Ar. <span class="title">Ec.</span>80</span>, Kretschmer <span class="title">Griech.Vaseninschr.</span>p.202); [[πανόπται]], [[οἱ]], title of comedies by Cratin. and Eub.
|Definition=πανόπτου, ὁ, ([[ὄψομαι]]) [[all-seeing]], κύκλος ἡλίου [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''91, cf. Porph.''Abst.''2.26; of [[Zeus]], A.''Eu.''1045 (lyr.), Orph.''Fr.''170; <b class="b3">π. οἰοβουκόλος</b>, of Argus, A.''Supp.''304 (also [[πανόπτης]] alone, E.''Ph.''1115, Ar. ''Ec.''80, Kretschmer ''Griech.Vaseninschr.''p.202); [[πανόπται]], οἱ, title of comedies by Cratin. and Eub.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui voit tout.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ὄψομαι]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[qui voit tout]].<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ὄψομαι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πανόπτης -ου, ὁ [πᾶς, ~ ὁράω] poët., alles ziend.
|elnltext=πανόπτης -ου, ὁ [πᾶς, ~ ὁράω] poët., alles ziend.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / Μ θηλ. [[πανόπτρια]], ΝΜΑ<br />αυτός που μπορεί να βλέπει, να επιβλέπει ή να ελέγχει τα [[πάντα]], [[πανεπόπτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως επίθ. του [[Διός]] ή άλλων θεών και του Ηλίου, [[αλλά]] και ανθρώπων («τὸν πανόπτην κύκλον ἡλίου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>Πανόπται</i><br />[[τίτλος]] κωμωδιών του Κρατίνου και του Ευθούλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>όπτης</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀπ</i>- του [[ὄπωπα]]), <b>πρβλ.</b> <i>λιν</i>-<i>όπτης</i>].
|mltxt=ο / Μ θηλ. [[πανόπτρια]], ΝΜΑ<br />αυτός που μπορεί να βλέπει, να επιβλέπει ή να ελέγχει τα [[πάντα]], [[πανεπόπτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως επίθ. του [[Διός]] ή άλλων θεών και του Ηλίου, [[αλλά]] και ανθρώπων («τὸν πανόπτην κύκλον ἡλίου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>Πανόπται</i><br />[[τίτλος]] κωμωδιών του Κρατίνου και του Ευθούλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>όπτης</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀπ</i>- του [[ὄπωπα]]), [[πρβλ]]. [[λινόπτης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 09:05, 7 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνόπτης Medium diacritics: πανόπτης Low diacritics: πανόπτης Capitals: ΠΑΝΟΠΤΗΣ
Transliteration A: panóptēs Transliteration B: panoptēs Transliteration C: panoptis Beta Code: pano/pths

English (LSJ)

πανόπτου, ὁ, (ὄψομαι) all-seeing, κύκλος ἡλίου A.Pr.91, cf. Porph.Abst.2.26; of Zeus, A.Eu.1045 (lyr.), Orph.Fr.170; π. οἰοβουκόλος, of Argus, A.Supp.304 (also πανόπτης alone, E.Ph.1115, Ar. Ec.80, Kretschmer Griech.Vaseninschr.p.202); πανόπται, οἱ, title of comedies by Cratin. and Eub.

German (Pape)

[Seite 461] ὁ, der Alles Sehende; Ζεύς, Aesch. Eum. 997; κύκλος ἡλίου, Prom. 91; Argos, Suppl. 300; vgl. Eur. Phoen. 1122; Ar. Eccl. 80 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui voit tout.
Étymologie: πᾶν, ὄψομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανόπτης -ου, ὁ [πᾶς, ~ ὁράω] poët., alles ziend.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνόπτης: дор. πᾰνόπτᾱς, ου adj. m всевидящий (Ζεύς, Ἄργος, κύκλος ἡλίου Aesch.).

Greek Monolingual

ο / Μ θηλ. πανόπτρια, ΝΜΑ
αυτός που μπορεί να βλέπει, να επιβλέπει ή να ελέγχει τα πάντα, πανεπόπτης
αρχ.
1. (ως επίθ. του Διός ή άλλων θεών και του Ηλίου, αλλά και ανθρώπων («τὸν πανόπτην κύκλον ἡλίου», Αισχύλ.)
2. στον πληθ. Πανόπται
τίτλος κωμωδιών του Κρατίνου και του Ευθούλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -όπτης (< θ. ὀπ- του ὄπωπα), πρβλ. λινόπτης].

Greek Monotonic

πᾰνόπτης: -ου, ὁ (ὄψομαι), αυτός που βλέπει τα πάντα, λέγεται για τον ήλιο, σε Αισχύλ.· λέγεται για το βοσκό Άργο, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνόπτης: -ου, ὁ, (ὄψομαι) ὁ τὰ πάντα ὁρῶν, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Αἰσχύλ. Πρ. 91· ἐπὶ τοῦ Διός, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ 1045· ἐπὶ τοῦ βουκόλου Ἄργου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 304, - ὅστις καλεῖται ἁπλῶς πανόπτης ἐν Εὐρ. Φοιν. 1115, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 80· - πανόπται, ὄνομα κωμωδιῶν τοῦ Κρατίν. καὶ Εὐβούλ.

Middle Liddell

πᾰν-όπτης, ου, ὁ, ὄψομαι
the all-seeing, of the sun, Aesch.; of the herdsman Argus, Eur.