πυρικαής: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyrikais
|Transliteration C=pyrikais
|Beta Code=purikah/s
|Beta Code=purikah/s
|Definition=ές,= [[πυρίκαυστος]], <span class="title">AP</span>6.281 (Leon.); πυρετός Gal. 16.709. [ᾱ metri gr. in <span class="title">AP</span>l.c.]
|Definition=πυρικαές, = [[πυρίκαυστος]], ''AP''6.281 (Leon.); πυρετός Gal. 16.709. [ᾱ metri gr. in ''AP''l.c.]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πυρικαής -ές [πῦρ, καίω] gen. sing. πυρικαιέος, door vuur verzengd; geneesk. brandend, gloeiend.
|elnltext=πυρικαής -ές &#91;[[πῦρ]], [[καίω]]] gen. sing. πυρικαιέος, door vuur verzengd; geneesk. brandend, gloeiend.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που καίγεται από υπερβολική [[θερμότητα]], από [[φωτιά]], αυτός που φλέγεται<br /><b>2.</b> πολύ [[θερμός]], [[φλογερός]] («πυρικαὴς [[πυρετός]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>καής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>καη</i>-, <b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἐ</i>-<i>κάη</i>-<i>ν</i> του [[καίω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ηλιο</i>-<i>καής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που καίγεται από υπερβολική [[θερμότητα]], από [[φωτιά]], αυτός που φλέγεται<br /><b>2.</b> πολύ [[θερμός]], [[φλογερός]] («πυρικαὴς [[πυρετός]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>καής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>καη</i>-, <b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἐ</i>-<i>κάη</i>-<i>ν</i> του [[καίω]]), [[πρβλ]]. [[ηλιοκαής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 11:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρικᾰής Medium diacritics: πυρικαής Low diacritics: πυρικαής Capitals: ΠΥΡΙΚΑΗΣ
Transliteration A: pyrikaḗs Transliteration B: pyrikaēs Transliteration C: pyrikais Beta Code: purikah/s

English (LSJ)

πυρικαές, = πυρίκαυστος, AP6.281 (Leon.); πυρετός Gal. 16.709. [ᾱ metri gr. in APl.c.]

German (Pape)

[Seite 822] ές, = πυρίκαυστος, Maneth. 1, 146.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρικαής -ές [πῦρ, καίω] gen. sing. πυρικαιέος, door vuur verzengd; geneesk. brandend, gloeiend.

Russian (Dvoretsky)

πῠρῐκᾱής: сожженный, выжженный (Φρυγίη Anth.).

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που καίγεται από υπερβολική θερμότητα, από φωτιά, αυτός που φλέγεται
2. πολύ θερμός, φλογερός («πυρικαὴς πυρετός», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -καής (< θ. καη-, πρβλ. αόρ. -κάη-ν του καίω), πρβλ. ηλιοκαής].

Greek Monotonic

πῠρῐκᾱής: -ές, = πυρίκαυστος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρῐκᾱής: -ές, = πυρίκαυστος, Ἀνθ. Π. 6. 281.

Middle Liddell

πῠρῐ-κᾱής, ές = πυρίκαυστος, Anth.]