βραχυχρόνιος: Difference between revisions

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vrachychronios
|Transliteration C=vrachychronios
|Beta Code=braxuxro/nios
|Beta Code=braxuxro/nios
|Definition=ον, [[of brief duration]], γένος <span class="bibl">Pl. <span class="title">Ti.</span>75c</span> (Comp.); τὸ β. τοῦ βίου Plu.2.107a.
|Definition=βραχυχρόνιον, [[of brief duration]], γένος Pl. ''Ti.''75c (Comp.); τὸ β. τοῦ βίου Plu.2.107a.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de corta duración]] γένος Pl.<i>Ti</i>.75c, καῦσος ... καὶ περιπνευμονία βραχυχρόνιον ἔχουσιν τὴν ἀρχήν Gal.9.561, cf. 15.794<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ β. [[brevedad]] τοῦ βίου Plu.2.107a, τοῦ καιροῦ Gal.17(2).347.
|dgtxt=-ον<br />[[de corta duración]] γένος Pl.<i>Ti</i>.75c, καῦσος ... καὶ περιπνευμονία βραχυχρόνιον ἔχουσιν τὴν ἀρχήν Gal.9.561, cf. 15.794<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ βραχυχρόνιον]] = [[brevedad]] τοῦ βίου Plu.2.107a, τοῦ καιροῦ Gal.17(2).347.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[βραχυχρόνιος]] -ον [[βραχύς]], [[χρόνιος]] kortstondig, met kort bestaan.
|elnltext=[[βραχυχρόνιος]] -ον [[βραχύς]], [[χρόνιος]] [[kortstondig]], [[met kort bestaan]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχῠχρόνιος Medium diacritics: βραχυχρόνιος Low diacritics: βραχυχρόνιος Capitals: ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΙΟΣ
Transliteration A: brachychrónios Transliteration B: brachychronios Transliteration C: vrachychronios Beta Code: braxuxro/nios

English (LSJ)

βραχυχρόνιον, of brief duration, γένος Pl. Ti.75c (Comp.); τὸ β. τοῦ βίου Plu.2.107a.

Spanish (DGE)

-ον
de corta duración γένος Pl.Ti.75c, καῦσος ... καὶ περιπνευμονία βραχυχρόνιον ἔχουσιν τὴν ἀρχήν Gal.9.561, cf. 15.794
subst. τὸ βραχυχρόνιον = brevedad τοῦ βίου Plu.2.107a, τοῦ καιροῦ Gal.17(2).347.

German (Pape)

[Seite 463] von geringer Zeitdauer, kurz lebend, γένος Plat. Tim. 75 c; τὸ β, τοῦ βίου, Kürze des Lebens, Plut. cons. Apoll. p. 329.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de peu de durée ; τὸ βραχυχρόνιον courte durée.
Étymologie: βραχύς, χρόνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βραχυχρόνιος -ον βραχύς, χρόνιος kortstondig, met kort bestaan.

Russian (Dvoretsky)

βραχυχρόνιος: кратковременный, недолговечный (γένος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχῠχρόνιος: -ον, ὁ ἐπ’ ὀλίγον χρόνον διαρκῶν, Πλάτ. Τιμ. 75Β· τὸ βρ. Πλούτ. 2. 107Α.

Greek Monolingual

-ια, -ιο (AM βραχυχρόνιος, -ον)
σύντομης διάρκειας, ολιγοχρόνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + -χρόνιος < χρόνος (πρβλ. μακροχρόνιος, πολυχρόνιος)].