δοχμόλοφος: Difference between revisions
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dochmolofos | |Transliteration C=dochmolofos | ||
|Beta Code=doxmo/lofos | |Beta Code=doxmo/lofos | ||
|Definition= | |Definition=δοχμόλοφον, [[with slanting]], [[nodding plume]], A.''Th.''114 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />dont l'aigrette retombe (sur le casque).<br />'''Étymologie:''' [[δοχμός]], [[λόφος]]. | |btext=ος, ον :<br />dont l'aigrette retombe (sur le casque).<br />'''Étymologie:''' [[δοχμός]], [[λόφος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[ἄνδρες]] Aesch. <i>Spt</i>. 109, <i>mit schrägem, sich auf die [[Seite]] neigendem [[Helmbusch]]</i>, Schol. ἐν γὰρ τῇ κινήσει συμβαίνει πλαγιάζεσθαι τοὺς λόφους. Die [[varia lectio|v.l.]] δοχμόλοχος und δοχμόλοχμος sind [[schlecht]]. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 13:17, 25 August 2023
English (LSJ)
δοχμόλοφον, with slanting, nodding plume, A.Th.114 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
dud. de penacho transversal u ondeante κῦμα ... δοχμολόφων ἀνδρῶν A.Th.111.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont l'aigrette retombe (sur le casque).
Étymologie: δοχμός, λόφος.
German (Pape)
ἄνδρες Aesch. Spt. 109, mit schrägem, sich auf die Seite neigendem Helmbusch, Schol. ἐν γὰρ τῇ κινήσει συμβαίνει πλαγιάζεσθαι τοὺς λόφους. Die v.l. δοχμόλοχος und δοχμόλοχμος sind schlecht.
Russian (Dvoretsky)
δοχμόλοφος: с наклонившимся или качающимся султаном на шлеме (ἄνδρες Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δοχμόλοφος: -ον, ἔχων λόφον λοξὸν ἢ νεύοντα, προσκλίνοντα πλαγίως, Αἰσχύλ. Θήβ. 115.
Greek Monolingual
δοχμόλοφος, -ον (Α)
αυτός που έχει τον λόφο της περικεφαλαίας γερμένο προς τη μία πλευρά.
Greek Monotonic
δοχμόλοφος: -ον, αυτός που έχει λοφίο κεκλιμένο, κυρτό, γυρτό ή περικεφαλαία με φούντα που πέφτει στα πλάγια, σε Αισχύλ.