εὐρύστομος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evrystomos
|Transliteration C=evrystomos
|Beta Code=eu)ru/stomos
|Beta Code=eu)ru/stomos
|Definition=ον, [[widemouthed]], μῆτραι <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.48</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>10.10</span>, <span class="bibl">Ath.10.453a</span>.
|Definition=εὐρύστομον, [[widemouthed]], μῆτραι Hp.''Mul.''1.48, cf. X.''Eq.''10.10, Ath.10.453a.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1095.png Seite 1095]] mit breitem Munde, weiter Oeffnung, Hippocr.; Xen. Equ. 10, 10; von Menschen, bei Ath. X, 453 a; [[κλίβανος]] Strab. XVI, 754.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1095.png Seite 1095]] mit breitem Munde, weiter Öffnung, Hippocr.; Xen. Equ. 10, 10; von Menschen, bei Ath. X, 453 a; [[κλίβανος]] Strab. XVI, 754.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à large bouche;<br /><b>2</b> à large ouverture.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[στόμα]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[à large bouche]];<br /><b>2</b> [[à large ouverture]].<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[στόμα]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐρύστομος:''' досл. широкоротый, перен. с широким отверстием или просветом (sc. δακτύλιοι Xen.).
|elrutext='''εὐρύστομος:''' досл. широкоротый, перен. с широким отверстием или просветом (''[[sc.]]'' δακτύλιοι Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐρύστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει ευρύ [[στόμα]], πλατύτερο από το συνηθισμένο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για αγγεία) αυτό που έχει ευρύ [[στόμιο]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ευρύστομος]]<br />[[γένος]] κορακιόμορφων πτηνών της οικογένειας coraciidae<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που μιλάει ασυλλόγιστα και ανεξέλεγκτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. [[αμφί]]-<i>στομος</i>, <i>ελευθερό</i>-<i>στομος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐρύστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει ευρύ [[στόμα]], πλατύτερο από το συνηθισμένο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για αγγεία) αυτό που έχει ευρύ [[στόμιο]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ευρύστομος]]<br />[[γένος]] κορακιόμορφων πτηνών της οικογένειας coraciidae<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που μιλάει ασυλλόγιστα και ανεξέλεγκτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. [[αμφίστομος]], [[ελευθερόστομος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρύστομος Medium diacritics: εὐρύστομος Low diacritics: ευρύστομος Capitals: ΕΥΡΥΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: eurýstomos Transliteration B: eurystomos Transliteration C: evrystomos Beta Code: eu)ru/stomos

English (LSJ)

εὐρύστομον, widemouthed, μῆτραι Hp.Mul.1.48, cf. X.Eq.10.10, Ath.10.453a.

German (Pape)

[Seite 1095] mit breitem Munde, weiter Öffnung, Hippocr.; Xen. Equ. 10, 10; von Menschen, bei Ath. X, 453 a; κλίβανος Strab. XVI, 754.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à large bouche;
2 à large ouverture.
Étymologie: εὐρύς, στόμα.

Russian (Dvoretsky)

εὐρύστομος: досл. широкоротый, перен. с широким отверстием или просветом (sc. δακτύλιοι Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύστομος: -ον, ἔχων εὐρὺ στόμα, Ἱππ. 609, 12, Ξεν. Ἱππ. 10. 10, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐρύστομος, -ον)
αυτός που έχει ευρύ στόμα, πλατύτερο από το συνηθισμένο
νεοελλ.
1. (για αγγεία) αυτό που έχει ευρύ στόμιο
2. το αρσ. ως ουσ. ο ευρύστομος
γένος κορακιόμορφων πτηνών της οικογένειας coraciidae
μσν.-αρχ.
αυτός που μιλάει ασυλλόγιστα και ανεξέλεγκτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αμφίστομος, ελευθερόστομος].

Greek Monotonic

εὐρύστομος: -ον (στόμα), αυτός που έχει μεγάλο στόμα ή στόμιο, σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

εὐρύ-στομος, ον στόμα
wide-mouthed, Xen., etc.