φθοροποιός: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fthoropoios
|Transliteration C=fthoropoios
|Beta Code=fqoropoio/s
|Beta Code=fqoropoio/s
|Definition=όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[causing destruction]], Boëth.<span class="title">Stoic.</span>3.265, Petos. ap. Vett. Val.<span class="bibl">80.7</span>, Dsc.<b class="b2">Alex. Praef</b>., Placit.5.30.1, Doroth. in <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>2.196; δύναμις <span class="bibl">Ph.2.96</span>; πάθος <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Cael.</span>436.26</span>: c. gen., <span class="bibl">Ph.2.327</span>, al.; τῶν ζῴων <span class="title">Gp.</span>2.27.5; μεταβολὴ φ. τοῦ μεταβαλλομένου <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>414</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[abortifacient]], Ps.-Dsc.1.1.</span>
|Definition=φθοροποιόν,<br><span class="bld">A</span> [[causing destruction]], Boëth.Stoic.3.265, Petos. ap. Vett. Val.80.7, Dsc.Alex. Praef., Placit.5.30.1, Doroth. in Cat.Cod.Astr.2.196; [[δύναμις]] Ph.2.96; [[πάθος]] Simp. in Cael.436.26: c. gen., Ph.2.327, al.; τῶν ζῴων Gp.2.27.5; [[μεταβολή|μεταβολὴ]] φ. τοῦ μεταβαλλομένου Dam.Pr.414.<br><span class="bld">2</span> [[abortifacient]], Ps.-Dsc.1.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1273.png Seite 1273]] Schaden bereitend, dah. verderbend, schädlich, tödtlich; Plut.; Philo bei Suid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1273.png Seite 1273]] [[Schaden bereitend]], dah. [[verderbend]], [[schädlich]], [[tödtlich]]; Plut.; Philo bei Suid.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui corrompt <i>ou</i> détruit, pernicieux.<br />'''Étymologie:''' [[φθορά]], [[ποιέω]].
|btext=ός, όν :<br />[[qui corrompt]] <i>ou</i> [[qui détruit]], [[pernicieux]].<br />'''Étymologie:''' [[φθορά]], [[ποιέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φθοροποιός''': -όν, ὁ ἐπιφέρων φθοράν, καταστρεπτικός, Διοσκ. π. Ἰοβόλων σ. 51 Kühn, Πλούτ. 2. 911Α, συχνὸν παρὰ Φίλωνι. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 149.
|lstext='''φθοροποιός''': -όν, ὁ ἐπιφέρων φθοράν, [[καταστρεπτικός]], Διοσκ. π. Ἰοβόλων σ. 51 Kühn, Πλούτ. 2. 911Α, συχνὸν παρὰ Φίλωνι. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 149.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά, -ό / [[φθοροποιός]], -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός Ν<br />αυτός που προξενεί [[φθορά]], [[βλαπτικός]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που προκαλεί [[διακοπή]] της κύησης<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που υπόκειται σε [[φθορά]], [[φθαρτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φθορά]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
|mltxt=-ά, -ό / [[φθοροποιός]], -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός Ν<br />αυτός που προξενεί [[φθορά]], [[βλαπτικός]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που προκαλεί [[διακοπή]] της κύησης<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που υπόκειται σε [[φθορά]], [[φθαρτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φθορά]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
{{elmes
|esmgtx=-όν [[que causa la ruina]] de un dios ἐπικαλοῦμαί σε, ... ἀόρατον θεὸν φθοροποιὸν καὶ ἐρημοποιόν <b class="b3">te invoco a ti, el dios invisible que causa la ruina y la desolación</b> P XII 455 P XIV 17
}}
}}

Latest revision as of 09:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθοροποιός Medium diacritics: φθοροποιός Low diacritics: φθοροποιός Capitals: ΦΘΟΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: phthoropoiós Transliteration B: phthoropoios Transliteration C: fthoropoios Beta Code: fqoropoio/s

English (LSJ)

φθοροποιόν,
A causing destruction, Boëth.Stoic.3.265, Petos. ap. Vett. Val.80.7, Dsc.Alex. Praef., Placit.5.30.1, Doroth. in Cat.Cod.Astr.2.196; δύναμις Ph.2.96; πάθος Simp. in Cael.436.26: c. gen., Ph.2.327, al.; τῶν ζῴων Gp.2.27.5; μεταβολὴ φ. τοῦ μεταβαλλομένου Dam.Pr.414.
2 abortifacient, Ps.-Dsc.1.1.

German (Pape)

[Seite 1273] Schaden bereitend, dah. verderbend, schädlich, tödtlich; Plut.; Philo bei Suid.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui corrompt ou qui détruit, pernicieux.
Étymologie: φθορά, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

φθοροποιός: причиняющий порчу, губительный (νόσων αἰτία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

φθοροποιός: -όν, ὁ ἐπιφέρων φθοράν, καταστρεπτικός, Διοσκ. π. Ἰοβόλων σ. 51 Kühn, Πλούτ. 2. 911Α, συχνὸν παρὰ Φίλωνι. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 149.

Spanish

que causa la ruina

Greek Monolingual

-ά, -ό / φθοροποιός, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός Ν
αυτός που προξενεί φθορά, βλαπτικός, καταστρεπτικός
μσν.
αυτός που προκαλεί διακοπή της κύησης
αρχ.
(με παθ. σημ.) αυτός που υπόκειται σε φθορά, φθαρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθορά + -ποιός].

Léxico de magia

-όν que causa la ruina de un dios ἐπικαλοῦμαί σε, ... ἀόρατον θεὸν φθοροποιὸν καὶ ἐρημοποιόν te invoco a ti, el dios invisible que causa la ruina y la desolación P XII 455 P XIV 17