ἀπότιλμα: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apotilma | |Transliteration C=apotilma | ||
|Beta Code=a)po/tilma | |Beta Code=a)po/tilma | ||
|Definition=ατος, τό, [[piece plucked off]], γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν [[pluckings]], | |Definition=-ατος, τό, [[piece plucked off]], γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν [[pluckings]], Theoc.15.19. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:38, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, piece plucked off, γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν pluckings, Theoc.15.19.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
pelo o hilacha arrancados γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν pelusa, borra de alforjas viejas Theoc.15.19.
German (Pape)
[Seite 331] τό, das Abgerupfte, Theocr. 15, 19.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
plume ou poil arraché.
Étymologie: ἀποτίλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπότιλμα: ατος τό выщипанные волосы, т. е. клок (γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπότιλμα: τό, μέρος ἀποσπασθέν, γραῖαν ἀποτίλματα πηρᾶν, ἀποσπάσματα, μαδήματα, Θεοκρ. 15. 19.
Greek Monolingual
ἀπότιλμα, το (Α) αποτίλλω
αυτό που προέρχεται από το μάδημα, μαδημένο μαλλί
(«γραιᾱν ἀποτίλματα πηρᾱν», Θεόκρ.
ξέφτια από παλιοσακούλες).
Greek Monotonic
ἀπότιλμα: -ατος, τό, το μέρος που έχει αποσπαστεί, που έχει μαδηθεί, σε Θεόφρ.