Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἰοδνεφής: Difference between revisions

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iodnefis
|Transliteration C=iodnefis
|Beta Code=i)odnefh/s
|Beta Code=i)odnefh/s
|Definition=ές, (δνόφος) [[dark as the flower]] [[ἴον]] (v. ἴον <span class="bibl">1v</span>), [[purple-dark]], εἶρος <span class="bibl">Od.4.135</span>,<span class="bibl">9.426</span>.
|Definition=ἰοδνεφές, ([[δνόφος]]) [[dark]] as the [[flower]] [[ἴον]] (v. [[ἴον]] 1V), [[purple-dark]], [[εἶρος]] Od.4.135,9.426.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />d’un violet foncé, sombre.<br />'''Étymologie:''' [[ἴον]], [[δνόφος]].
|btext=ής, ές :<br />[[d'un violet foncé]], [[sombre]].<br />'''Étymologie:''' [[ἴον]], [[δνόφος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰοδνεφής Medium diacritics: ἰοδνεφής Low diacritics: ιοδνεφής Capitals: ΙΟΔΝΕΦΗΣ
Transliteration A: iodnephḗs Transliteration B: iodnephēs Transliteration C: iodnefis Beta Code: i)odnefh/s

English (LSJ)

ἰοδνεφές, (δνόφος) dark as the flower ἴον (v. ἴον 1V), purple-dark, εἶρος Od.4.135,9.426.

German (Pape)

[Seite 1255] ές, veilchen-, d. i. dunkelfarbig, εἶρος Od. 4, 135. 9, 426; Hesych. μέλαν, οἱ δὲ πορφυρίζον.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'un violet foncé, sombre.
Étymologie: ἴον, δνόφος.

Russian (Dvoretsky)

ἰοδνεφής: (ῑ) темно-лиловый, темного цвета (εἶρος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰοδνεφής: -ές, (δνόφος) ἔχων χρῶμα σκοτεινὸν ὡς τὸ ἴον (ἴδε ἴον IV), «τὸ μέλαν ἢ πορφυροῦν, ἢ τὸ λεγόμενον κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἰάνθινον» (Εὐστ.), ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχουσα Ὀδ. Δ. 135, Ι. 426.

English (Autenrieth)

ές (ϝίον, δνόφος): violetdark, dark-hued, εἶρος. (Od.)

Greek Monolingual

ἰοδνεφής, -ές (Α)
αυτός που έχει χρώμα σκοτεινό, μενεξεδί, όπως το ίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -δνεφής (< αμάρτ. δνέφος, αντί δνόφος «σκότος»)].

Greek Monotonic

ἰοδνεφής: -ές (δνόφος), αυτός που έχει χρώμα σκοτεινό όπως του μενεξέ, της βιολέτας (ἴον), χρώμα μαύρο ή πορφυρό που λεγόταν «ιάνθινο», σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἰο-δνεφής, ές δνόφος
violet-dark, purple, Od.