completamente: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
m (esel replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀνελλιπῶς]], [[ἀνενδεῶς]], [[ἀπαραλείπτως]], [[ἀπαρτί]], [[ἀπαρτιζόντως]], [[ἀποτελεστικῶς]], [[ἀρτίως]], [[ἄχρι]], [[διαμπάξ]], [[διανταίως]], [[διέδην]], [[διόλως]], [[εἰσάπαν]], [[εἰσπάμπαν]], [[ἐκτελῶς]], [[ἐντελῶς]], [[ | |sltx=[[ἀέρδην]], [[ἀνελλιπῶς]], [[ἀνενδεῶς]], [[ἀπαραλείπτως]], [[ἀπαρτί]], [[ἀπαρτιζόντως]], [[ἀπηρτισμένως]], [[ἀποτελεστικῶς]], [[ἄρδην]], [[ἀρτίως]], [[ἄχρι]], [[διὰ τέλους]], [[διαμπάξ]], [[διανταίως]], [[διέδην]], [[διόλως]], [[εἰς τὸ παντελές]], [[εἰσάπαν]], [[εἰσπάμπαν]], [[ἐκτελῶς]], [[ἐντελέως]], [[ἐντελῶς]], [[ἐπ' ἀκεραίῳ]], [[κατ' ἄκρας]], [[κατ' ἄκρης]], [[κατάκρας]], [[κατάκρης]], [[ὁλικῶς]], [[ὁλοσχερῶς]], [[πάγχυ]], [[πανσυδίᾳ]], [[πανσυδίῃ]], [[πανσυδίην]], [[παντελέως]], [[παντελῶς]], [[πασσυδίᾳ]], [[πασσυδίῃ]], [[πασσυδίην]], [[πασσύριον]], [[περικειμένως]], [[πληρούντως]], [[συντετελεσμένως]], [[τέλειον]], [[τελείως]], [[τελέως]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:41, 24 January 2024
Spanish > Greek
ἀέρδην, ἀνελλιπῶς, ἀνενδεῶς, ἀπαραλείπτως, ἀπαρτί, ἀπαρτιζόντως, ἀπηρτισμένως, ἀποτελεστικῶς, ἄρδην, ἀρτίως, ἄχρι, διὰ τέλους, διαμπάξ, διανταίως, διέδην, διόλως, εἰς τὸ παντελές, εἰσάπαν, εἰσπάμπαν, ἐκτελῶς, ἐντελέως, ἐντελῶς, ἐπ' ἀκεραίῳ, κατ' ἄκρας, κατ' ἄκρης, κατάκρας, κατάκρης, ὁλικῶς, ὁλοσχερῶς, πάγχυ, πανσυδίᾳ, πανσυδίῃ, πανσυδίην, παντελέως, παντελῶς, πασσυδίᾳ, πασσυδίῃ, πασσυδίην, πασσύριον, περικειμένως, πληρούντως, συντετελεσμένως, τέλειον, τελείως, τελέως