τελευτώ: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τελευτῶ, -άω, ΝΜΑ [[τελευτή]]<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[φθάνω]] στο [[τέλος]], [[τελειώνω]], [[λήγω]], [[καταλήγω]]<br />β) [[πεθαίνω]] (α. «[[προτού]] τελευτήσει τον βίο της» β. «τελευτήσαντος δὲ τοῦ Γέροντος, ἦλθε... τὴν συνήθη εὐχὴν ἀποδώσων», Μηναί.<br />γ. «[[ἐπεὶ]] δὲ ἐτελεύτησε Δαρεῖος», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[οδηγώ]] [[κάτι]] στο [[τέλος]] του, [[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[τελεύω]] (α. «τελευτώντας τον λόγο του είπε...» β. «ἄρξομαι ἐκ βολβοῑο τελευτήσω δ' ἐπὶ θύννον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκπληρώνω]], [[πραγματοποιώ]] («καὶ γὰρ [[Ζεὺς]] ὅ,τι νεύσει, σὺν σοὶ τοῦτο τελευτᾷ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (με κακή σημ.) [[πραγματοποιώ]] [[απειλή]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. της μτχ. ενεστ. με ρ. ως επίρρ.) <i>τελευτῶν</i><br />καταλήγοντας, στο [[τέλος]] («τελευτῶν ἔλεγε», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=τελευτῶ, -άω, ΝΜΑ [[τελευτή]]<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[φθάνω]] στο [[τέλος]], [[τελειώνω]], [[λήγω]], [[καταλήγω]]<br />β) [[πεθαίνω]] (α. «[[προτού]] τελευτήσει τον βίο της» β. «τελευτήσαντος δὲ τοῦ Γέροντος, ἦλθε... τὴν συνήθη εὐχὴν ἀποδώσων», Μηναί.<br />γ. «[[ἐπεὶ]] δὲ ἐτελεύτησε Δαρεῖος», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[οδηγώ]] [[κάτι]] στο [[τέλος]] του, [[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[τελεύω]] (α. «τελευτώντας τον λόγο του είπε...» β. «ἄρξομαι ἐκ βολβοῖο τελευτήσω δ' ἐπὶ θύννον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκπληρώνω]], [[πραγματοποιώ]] («καὶ γὰρ [[Ζεὺς]] ὅ,τι νεύσει, σὺν σοὶ τοῦτο τελευτᾷ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (με κακή σημ.) [[πραγματοποιώ]] [[απειλή]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. της μτχ. ενεστ. με ρ. ως επίρρ.) <i>τελευτῶν</i><br />καταλήγοντας, στο [[τέλος]] («τελευτῶν ἔλεγε», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Greek Monolingual

τελευτῶ, -άω, ΝΜΑ τελευτή
1. (αμτβ.) α) φθάνω στο τέλος, τελειώνω, λήγω, καταλήγω
β) πεθαίνω (α. «προτού τελευτήσει τον βίο της» β. «τελευτήσαντος δὲ τοῦ Γέροντος, ἦλθε... τὴν συνήθη εὐχὴν ἀποδώσων», Μηναί.
γ. «ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησε Δαρεῖος», Ξεν.)
2. (μτβ.) οδηγώ κάτι στο τέλος του, φέρνω εις πέρας, τελεύω (α. «τελευτώντας τον λόγο του είπε...» β. «ἄρξομαι ἐκ βολβοῖο τελευτήσω δ' ἐπὶ θύννον», Πλάτ.)
αρχ.
1. εκπληρώνω, πραγματοποιώ («καὶ γὰρ Ζεὺς ὅ,τι νεύσει, σὺν σοὶ τοῦτο τελευτᾷ», Ευρ.)
2. (με κακή σημ.) πραγματοποιώ απειλή
3. (το αρσ. της μτχ. ενεστ. με ρ. ως επίρρ.) τελευτῶν
καταλήγοντας, στο τέλος («τελευτῶν ἔλεγε», Ηρόδ.).