στωϊκός: Difference between revisions
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stoikos | |Transliteration C=stoikos | ||
|Beta Code=stwi+ko/s | |Beta Code=stwi+ko/s | ||
|Definition= | |Definition=στωϊκή, στωϊκόν, ([[στοά]]) [[of a colonnade]] or [[porch]]: hence, ''Stoic'' (because Zeno taught in the <b class="b3">στοὰ Ποικίλη</b>), οἱ τῆς Σ. αἱρέσεως ἡγεμόνες [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''2, cf. Str.13.1.57, 14.6.3; <b class="b3">ἡ Σ.</b> Phld.''Rh.''2.227S., D.L.6.14; <b class="b3">οἱ Σ.</b> the ''Stoics'', Phld.''Rh.''2.296S., cf. ''IG''3.1359, D.L.7.5; οἱ Σ. φιλόσοφοι ''Act.Ap.''17.18. (Στοϊκός in ''AP''9.496 (Athenaeus).) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
στωϊκή, στωϊκόν, (στοά) of a colonnade or porch: hence, Stoic (because Zeno taught in the στοὰ Ποικίλη), οἱ τῆς Σ. αἱρέσεως ἡγεμόνες D.H.Comp.2, cf. Str.13.1.57, 14.6.3; ἡ Σ. Phld.Rh.2.227S., D.L.6.14; οἱ Σ. the Stoics, Phld.Rh.2.296S., cf. IG3.1359, D.L.7.5; οἱ Σ. φιλόσοφοι Act.Ap.17.18. (Στοϊκός in AP9.496 (Athenaeus).)
German (Pape)
[Seite 960] aus od. von der Halle, gew. ὁ Στωϊκός, die Stoiker, die stoische Pilosophie betreffend.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στωικός, -ή, -όν, ΝΜΑ στοά / στωϊά]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοσοφική αντίληψη του Ζήνωνος του Κιτιέως, την οποία δίδαξε για πρώτη φορά ο ίδιος στην Ποικίλη Στοά της Αθήνας
2. το αρσ. ως ουσ. α) οπαδός του στωικισμού
β) στον πληθ. οι στωικοί
οι στωικοί φιλόσοφοι
3. φρ. «στωική φιλοσοφία» — ο στωικισμός
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) απαθής, ήρεμος, ατάραχος.
επίρρ...
στωικά Ν
με στωικότητα.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό οὐσ. στοά, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.