ἀπώτερος: Difference between revisions
ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apoteros | |Transliteration C=apoteros | ||
|Beta Code=a)pw/teros | |Beta Code=a)pw/teros | ||
|Definition=α, ον, Comp., (ἀπό) [[farther off]], = [[μακρότερος]], Suid.: neut. as adverb, <b class="b3">ἡ ἀπώτερον</b> (sc. [[γραμμή]]) | |Definition=α, ον, Comp., ([[ἀπό]]) [[farther off]], = [[μακρότερος]], Suid.: neut. as adverb, <b class="b3">ἡ ἀπώτερον</b> (''[[sc.]]'' [[γραμμή]]) Euc.3.15,al.; opp. [[ἔγγιον]], Id.''Phaen.''p.4 M. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=μακρινότερος). Ἀπό τήν πρόθεση ἀπό. | |mantxt=(=[[μακρινότερος]]). Ἀπό τήν πρόθεση ἀπό. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:57, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, Comp., (ἀπό) farther off, = μακρότερος, Suid.: neut. as adverb, ἡ ἀπώτερον (sc. γραμμή) Euc.3.15,al.; opp. ἔγγιον, Id.Phaen.p.4 M.
Spanish (DGE)
-α, -ον
adj. compar. de ἀπό más alejado c. gen. τούτων εἰς ἀπώτερον ἔτι διακομισθεὶς τόπον llevado a un lugar más alejado aún que esos Pl.Lg.905a, cf. Sud.α 3678
•neutr. como adv. más lejos ὅταν δὲ ἀπώτερον (ᾖ) Hero Spir.2.27, esp. subst. ἡ ἀπώτερον geom. y astron. ἀπώτερον (γραμμή) la línea más alejada respecto a un punto, Euc.3.7, 8, 15, Papp.244.25, Autol.Sphaer.7, (περιφέρεια) Papp.506.20, (γωνία) Papp.574.19, cf. Euc.Phaen.p.4.
German (Pape)
[Seite 342] superl. ἀπώτατος (ἀπό), entfernter, der entfernteste, Sp., bes. von Verwandtschaft.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπώτερος: -α, -ον, συγκρ. (ἀπό), «μακρότερος» Σουΐδ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπώτερος, -α, -ον) από
αυτός που βρίσκεται πιο μακριά συγκριτικά με κάποιον άλλο, ο πιο μακρινός
νεοελλ.
1. ο χρονικά μακρινός («το απώτερο μέλλον»)
2. «απώτεροι συγγενείς» — οι μακρινοί συγγενείς
3. «απώτερος σκοπός» — σκοπός, πρόθεση που αναφέρεται στο μέλλον
αρχ.
επίρρ. ἀπωτέρω
σε μεγαλύτερη απόσταση.
Mantoulidis Etymological
(=μακρινότερος). Ἀπό τήν πρόθεση ἀπό.