καθηλόω: Difference between revisions
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kathiloo | |Transliteration C=kathiloo | ||
|Beta Code=kaqhlo/w | |Beta Code=kaqhlo/w | ||
|Definition=or κατηλόω (cf. [[ἧλος]]), < | |Definition=or [[κατηλόω]] (cf. [[ἧλος]]),<br><span class="bld">A</span> [[nail on]], παραβλήματα κατηλῶσαι ''IG''22.1604.31 (iv B.C.); τι πρός τι Plu.''Alex.''24; περί τι Apollod.1.9.1, cf. ''IG''22.463.79, 1668.57; οἷον κ. τὴν ψυχὴν πρὸς τὴν ἀπόλαυσιν Porph. ''Abst.''1.38:—Pass., <b class="b3">κλῖμαξ σανίσι καθηλωμένη</b> with boards [[nailed thereto]], Plb.1.22.5, cf. Apollod.''Poliorc.''189.5; καθηλωθήσεται σύριγξι καμαρικαῖς Ath.Mech.36.5; <b class="b3">λεπίδες καθηλωμέναι</b> [[nailed on]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.91, cf. Orib.49.4.51; Χάλκωμα συμμαχίας… ἐν Καπετωλίῳ κατηλωθῆναι ''IG'' 12(3).173.7 (Astypalaea, ii B.C.).<br><span class="bld">II</span> by confusion of Hebr. sāmar 'bristled' with sāmar, imper. sèmōr 'nail thou', καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τὰς σάρκας μου [[LXX]] ''Ps.''118(119).120. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[καθηλῶ]] :<br />[[clouer]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἡλόω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=καθ- | |elnltext=καθ-ηλόω vastspijkeren, vasttimmeren (aan, tegen), met πρός + acc. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κᾰθηλόω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''κᾰθηλόω:'''<br /><b class="num">1</b> [[пригвождать]], [[приколачивать]], [[прибивать]] (πρός и εἴς τι Plut.; πρός τινι Diod.);<br /><b class="num">2</b> [[сколачивать]]: σανίσι καθηλωμένος Polyb. сколоченный из досок. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=-ῶ (=καρφώνω). Ἀπό τό κατά + [[ἡλόω]] -ῶ (ἀπό το [[ἧλος]] = καρφί).<br><b>Παράγωγα:</b> [[καθήλωσις]] = [[καθήλωμα]] (=κάρφωμα), [[ἀποκαθήλωσις]] (=ξεκάρφωμα), [[καθηλωτής]], [[καθηλωτός]]. | |mantxt=-ῶ (=[[καρφώνω]]). Ἀπό τό κατά + [[ἡλόω]] -ῶ (ἀπό το [[ἧλος]] = καρφί).<br><b>Παράγωγα:</b> [[καθήλωσις]] = [[καθήλωμα]] (=[[κάρφωμα]]), [[ἀποκαθήλωσις]] (=[[ξεκάρφωμα]]), [[καθηλωτής]], [[καθηλωτός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:27, 27 March 2024
English (LSJ)
or κατηλόω (cf. ἧλος),
A nail on, παραβλήματα κατηλῶσαι IG22.1604.31 (iv B.C.); τι πρός τι Plu.Alex.24; περί τι Apollod.1.9.1, cf. IG22.463.79, 1668.57; οἷον κ. τὴν ψυχὴν πρὸς τὴν ἀπόλαυσιν Porph. Abst.1.38:—Pass., κλῖμαξ σανίσι καθηλωμένη with boards nailed thereto, Plb.1.22.5, cf. Apollod.Poliorc.189.5; καθηλωθήσεται σύριγξι καμαρικαῖς Ath.Mech.36.5; λεπίδες καθηλωμέναι nailed on, D.S.20.91, cf. Orib.49.4.51; Χάλκωμα συμμαχίας… ἐν Καπετωλίῳ κατηλωθῆναι IG 12(3).173.7 (Astypalaea, ii B.C.).
II by confusion of Hebr. sāmar 'bristled' with sāmar, imper. sèmōr 'nail thou', καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τὰς σάρκας μου LXX Ps.118(119).120.
German (Pape)
[Seite 1284] annageln, festnageln; κλίμαξ ἐπικαρσίαις σανίσι καθηλωμένη Pol. 1, 22, 5; πρός τι, Plut. Alex. 24; πρός τινι, D. Sic. 20, 54.
French (Bailly abrégé)
καθηλῶ :
clouer.
Étymologie: κατά, ἡλόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-ηλόω vastspijkeren, vasttimmeren (aan, tegen), met πρός + acc.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθηλόω:
1 пригвождать, приколачивать, прибивать (πρός и εἴς τι Plut.; πρός τινι Diod.);
2 сколачивать: σανίσι καθηλωμένος Polyb. сколоченный из досок.
Greek Monotonic
καθηλόω: μέλ. -ώσω, καρφώνω πάνω σε, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
καθηλόω: καρφώνω τι ἐπί τινος ἢ εἴς τι, τι πρός τι Πλουτ. Ἀλέξ. 24· πρός τινι Διόδ. 20. 54· περί τι Ἀπολλόδ. 1. 9, 1. - Παθ., σανίσι καθηλωμένη, καρφωμένη μέ..., Πολύβ. 1. 22, 5· χάλκωμα συμμαχίας… ἐν Καπιτωλίῳ καθηλωθῆναι Συλλ. Ἐπιγρ. 2485. 7.
Middle Liddell
fut. ώσω
to nail on or to, Plut.
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=καρφώνω). Ἀπό τό κατά + ἡλόω -ῶ (ἀπό το ἧλος = καρφί).
Παράγωγα: καθήλωσις = καθήλωμα (=κάρφωμα), ἀποκαθήλωσις (=ξεκάρφωμα), καθηλωτής, καθηλωτός.