irreprochable: Difference between revisions
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀνυπαίτιος]], [[ | |sltx=[[ἀνυπαίτιος]], [[ἀμετάπτωτος]], [[ἄληπτος]], [[ἄβακτος]], [[ἄβυκτος]], [[ἄμυμος]], [[ἀνέλεγχος]], [[διάμεμπτος]], [[ἀπαράγραπτος]], [[ἀμύμων]], [[ἀμεμφής]], [[ἀμεμφῶς]], [[ἀμεμφέως]], [[ἄψεκτος]], [[ἀψεγής]], [[ἄμεμπτος]], [[ἄμωμος]], [[ἀνέγκλητος]], [[ἄψογος]], [[ἀνονείδιστος]], [[ἀνεπίφθονος]], [[ἄμομφος]], [[ἀνεπίπληκτος]], [[ἀμώμητος]], [[ἀδιάβολος]], [[ἀκατάγνωστος]], [[ἀνεπιτίμητος]], [[ἀνεξέλεγκτος]], [[ἀνέλεγκτος]], [[ἀκατηγόρητος]], [[ἀνεπίληπτος]], [[ἀνεύθυνος]], [[ἀκακέμφατος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:12, 11 January 2023
Spanish > Greek
ἀνυπαίτιος, ἀμετάπτωτος, ἄληπτος, ἄβακτος, ἄβυκτος, ἄμυμος, ἀνέλεγχος, διάμεμπτος, ἀπαράγραπτος, ἀμύμων, ἀμεμφής, ἀμεμφῶς, ἀμεμφέως, ἄψεκτος, ἀψεγής, ἄμεμπτος, ἄμωμος, ἀνέγκλητος, ἄψογος, ἀνονείδιστος, ἀνεπίφθονος, ἄμομφος, ἀνεπίπληκτος, ἀμώμητος, ἀδιάβολος, ἀκατάγνωστος, ἀνεπιτίμητος, ἀνεξέλεγκτος, ἀνέλεγκτος, ἀκατηγόρητος, ἀνεπίληπτος, ἀνεύθυνος, ἀκακέμφατος