διωκτέος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
(4)
 
m (Text replacement - "Pl.''Tht.''" to "Pl.''Tht.''")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diokteos
|Transliteration C=diokteos
|Beta Code=diwkte/os
|Beta Code=diwkte/os
|Definition=α, ον, verb. Adj. of <b class="b3">διώκω</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be pursued</b>, <span class="bibl">Hdt.9.58</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>221</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of objects, <b class="b2">to be pursued</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>167d</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> διωκτέον <b class="b2">one must pursue</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Grg.</span>507d</span>, al.: pl., διωκτέα ἐφαίνετο <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>3.21.6</span>.</span>
|Definition=α, ον, verb. Adj. of [[διώκω]],<br><span class="bld">A</span> to [[be pursued]], [[Herodotus|Hdt.]]9.58, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''221.<br><span class="bld">2</span> of objects, to [[be pursued]], [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''167d, etc.<br><span class="bld">II</span> διωκτέον [[one must pursue]], Id.''Grg.''507d, al.: pl., διωκτέα ἐφαίνετο Arr.''An.''3.21.6.
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que debe ser perseguido]] διωκτέοι εἰσὶ ἐς ὃ καταλαμφθέντες δώσουσι ... δίκας deben ser perseguidos hasta que una vez alcanzados, paguen</i> Hdt.9.58, ταῦτα διωκτέα τοῖς νέοις Pl.<i>R</i>.400e, οὐδὲ γὰρ τοῦτο φευκτέον, ἀλλὰ δ. τῷ νοῦν ἔχοντι pues no hay que rehuir esto (el método interrogativo), sino que debe ser perseguido por el inteligente</i> Pl.<i>Tht</i>.167d, ταῦτα ἀκούσαντι Ἀλεξάνδρῳ ... διωκτέα ἐφαίνετο Arr.<i>An</i>.3.21.6, cf. Ar.<i>Ach</i>.221.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qu'il faut <i>ou</i> qu'on peut poursuivre.<br />'''Étymologie:''' [[διώκω]].
}}
{{ls
|lstext='''διωκτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[διώκω]], ὃν πρέπει νὰ καταδιώξῃ τις, Ἡρόδ. 9. 58, Ἀριστοφ. Ἀχ. 221. 2) ἐπὶ ἀντικειμένου ὃ πρέπει νὰ ἐπιδιώξῃ τις, Πλάτ., κτλ. ΙΙ. διωκτέον, πρέπει τις νὰ καταδιώξῃ ἢ ἐπιδιώξῃ, Πλάτ. Γοργ. 507D, κ. ἀλλ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διωκτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[διώκω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να καταδιωχθεί, σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>διωκτέον</i>, πρέπει [[κάποιος]] να καταδιώξει ή να επιδιώξει, σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διωκτέος]], η, ον <i>adj</i> verb. adj. of [[διώκω]]<br /><b class="num">I.</b> to be pursued, Hdt., Ar.<br /><b class="num">II.</b> διωκτέον, one must [[pursue]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 05:30, 26 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διωκτέος Medium diacritics: διωκτέος Low diacritics: διωκτέος Capitals: ΔΙΩΚΤΕΟΣ
Transliteration A: diōktéos Transliteration B: diōkteos Transliteration C: diokteos Beta Code: diwkte/os

English (LSJ)

α, ον, verb. Adj. of διώκω,
A to be pursued, Hdt.9.58, Ar.Ach.221.
2 of objects, to be pursued, Pl.Tht.167d, etc.
II διωκτέον one must pursue, Id.Grg.507d, al.: pl., διωκτέα ἐφαίνετο Arr.An.3.21.6.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe ser perseguido διωκτέοι εἰσὶ ἐς ὃ καταλαμφθέντες δώσουσι ... δίκας deben ser perseguidos hasta que una vez alcanzados, paguen Hdt.9.58, ταῦτα διωκτέα τοῖς νέοις Pl.R.400e, οὐδὲ γὰρ τοῦτο φευκτέον, ἀλλὰ δ. τῷ νοῦν ἔχοντι pues no hay que rehuir esto (el método interrogativo), sino que debe ser perseguido por el inteligente Pl.Tht.167d, ταῦτα ἀκούσαντι Ἀλεξάνδρῳ ... διωκτέα ἐφαίνετο Arr.An.3.21.6, cf. Ar.Ach.221.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu'il faut ou qu'on peut poursuivre.
Étymologie: διώκω.

Greek (Liddell-Scott)

διωκτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διώκω, ὃν πρέπει νὰ καταδιώξῃ τις, Ἡρόδ. 9. 58, Ἀριστοφ. Ἀχ. 221. 2) ἐπὶ ἀντικειμένου ὃ πρέπει νὰ ἐπιδιώξῃ τις, Πλάτ., κτλ. ΙΙ. διωκτέον, πρέπει τις νὰ καταδιώξῃ ἢ ἐπιδιώξῃ, Πλάτ. Γοργ. 507D, κ. ἀλλ.

Greek Monotonic

διωκτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του διώκω·
I. αυτός που πρέπει να καταδιωχθεί, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
II. διωκτέον, πρέπει κάποιος να καταδιώξει ή να επιδιώξει, σε Πλάτ.

Middle Liddell

διωκτέος, η, ον adj verb. adj. of διώκω
I. to be pursued, Hdt., Ar.
II. διωκτέον, one must pursue, Plat.