σφαλίζω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sfalizo
|Transliteration C=sfalizo
|Beta Code=sfali/zw
|Beta Code=sfali/zw
|Definition=[[fetter]] (cf. [[σφαλλός]] 2), Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[ἐσφάλιξεν]], Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[ἐσφάλιζεν]]. σφάλλον· [[κολάκευσον]], Hsch.
|Definition=[[fetter]] (cf. [[σφαλλός]] 2), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἐσφάλιξεν]], Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[ἐσφάλιζεν]]. σφάλλον· [[κολάκευσον]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 09:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰλίζω Medium diacritics: σφαλίζω Low diacritics: σφαλίζω Capitals: ΣΦΑΛΙΖΩ
Transliteration A: sphalízō Transliteration B: sphalizō Transliteration C: sfalizo Beta Code: sfali/zw

English (LSJ)

fetter (cf. σφαλλός 2), Hsch. s.v. ἐσφάλιξεν, Phot. s.v. ἐσφάλιζεν. σφάλλον· κολάκευσον, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰλίζω: δένω, δεσμεύω, «ἐσφάλιξεν· ἔσφηλεν. ἔδησε· σφαλὸς γὰρ ὁ δεσμὸς» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Φώτ. ἐν λ. ἐσφάλιζεν. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, κλείω, ἀνοίγει καὶ σφαλίζει τὸ στόμα αὐτοῦ συχνὰ διὰ τὴν στενοχωρίαν ἣν ἔχει Ὀρνεοσόφ. σ. 250· σφαλισθῆναι τὰ δημόσια λουτρὰ Θεοφάν. σ. 107.

Greek Monolingual

ΝΜΑ σφαλός
νεοελλ.
κλείνω μέσα, περιορίζω
νεοελλ.-μσν.
1. κλείνω («το λαγουτάρι αναζητά, του τραγουδιού θυμάται και τα βιβλία σφάλιξε», Ερωτόκρ.)
2. φράζω τη δίοδο, εμποδίζω («ἐγὼ ἐκεῖνον τὸν Μουσοὺρ ἀπέκτεινα δικαίως τὸν λῃστήν, ποὺ σφάλιζεν τοὺς δρόμους», Διγεν. Ακρ.)
αρχ.
δένω, δεσμεύω («ἐσφάλιξεν... ἔδησε σφαλὸς γὰρ ὁ δεσμός», Ησύχ.).

German (Pape)

Hesych. führt ἐσφάλιξεν an und erkl. ἔδησεν, σφαλὸς γὰρ ὁ δεσμός.