χαμαίρωψ: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chamairops | |Transliteration C=chamairops | ||
|Beta Code=xamai/rwy | |Beta Code=xamai/rwy | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[χαμαίδρυς]] 1, Dsc.3.98 ([[varia lectio|v.l.]] [[χαμαίδρωψ]]), Paul.Aeg.7.3; acc. sg. [[chamaeropem]] Plin.''HN''24.130 (elsewhere only nom.).<br><span class="bld">II</span> [[dwarf-palm]], [[varia lectio|v.l.]] in Plin.''HN''13.39. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A = χαμαίδρυς 1, Dsc.3.98 (v.l. χαμαίδρωψ), Paul.Aeg.7.3; acc. sg. chamaeropem Plin.HN24.130 (elsewhere only nom.).
II dwarf-palm, v.l. in Plin.HN13.39.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαίρωψ: -οπος, ἡ, ἴσως χαμαίδρυς, Πλίν. (μετὰ διαφ. γραφ. chamaedrops).
Greek Monolingual
-οπος, η, ΝΑ
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φοινικίδες της τάξης αρεκώδη
αρχ.
η χαμαίδρυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + ῥώψ (Ι) «μικρό χαμόδεντρο, θάμνος». Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. chamaerops].
German (Pape)
οπος, ἡ, eine Pflanze, chamaerops, Plin. H.N. 26.7.13, vielleicht = χαμαίδρωψ.