εὐεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
m (pape replacement)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evektikos
|Transliteration C=evektikos
|Beta Code=eu)ektiko/s
|Beta Code=eu)ektiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[in good case]], [[healthy]], σώματα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>684c</span>, cf. <span class="bibl">Ph.2.84</span>, Gal.6.662; of persons, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span> 1176a15</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[conducive to]] [[εὐεξία]], [[wholesome]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Top.</span>105a31</span>, <span class="bibl"><span class="title">EN</span> 1129a20</span>. Adv. [[εὐεκτικῶς]] Gal.8.106, <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>16p.456M.</span>; also glossed by [[σχετικῶς]], Suid.</span>
|Definition=εὐεκτική, εὐεκτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[in good case]], [[healthy]], σώματα [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''684c, cf. Ph.2.84, Gal.6.662; of persons, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]'' 1176a15.<br><span class="bld">2</span> [[conducive to]] [[εὐεξία]], [[wholesome]], Id.''Top.''105a31, ''EN'' 1129a20. Adv. [[εὐεκτικῶς]] Gal.8.106, Hierocl.''in CA''16p.456M.; also glossed by [[σχετικῶς]], Suid.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> bien constitué;<br /><b>2</b> qui rend fort, vigoureux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἔχω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[bien constitué]];<br /><b>2</b> [[qui rend fort]], [[vigoureux]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἔχω]].
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, = [[εὐέκτης]], εὐεκτικά τε καὶ ὑγιῆ σώματα Plat. <i>Legg</i>. III.684 o; Arist. bezieht <i>Eth</i>. 5.11 es auf die gymnastischen [[Übungen]] des Körpers; <i>ib</i>. 5.1 τὸ εὐεκτ. τὸ ποιητικὸν πυκνότητος ἐν τῇ σαρκί.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐεκτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[здоровый]], [[крепкий]] (σώματα Plat., Plut.; [[σάρξ]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[делающий здоровым]], [[придающий]], [[крепость]] (εὐεκτικὸν τὸ ποιητικὸν εὐεξίας Arst.).
|elrutext='''εὐεκτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[здоровый]], [[крепкий]] (σώματα Plat., Plut.; [[σάρξ]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[делающий здоровым]], [[придающий]], [[крепость]] (εὐεκτικὸν τὸ ποιητικὸν εὐεξίας Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐεκτικός]], -ή, -όν (Α) [[ευέκτης]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για σώματα) αυτός που έχει καλή [[υγεία]], ο [[υγιής]], ο [[εύρωστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που συντελεί στην [[ευεξία]], ο [[υγιεινός]], ο [[ωφέλιμος]]<br /><b>3.</b> ο [[δεκτικός]] νέων ιδεών και αντιλήψεων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐεκτικῶς</i> (ΑΜ)<br />με καλή υγιεία, με [[ευρωστία]].
|mltxt=[[εὐεκτικός]], -ή, -όν (Α) [[ευέκτης]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για σώματα) αυτός που έχει καλή [[υγεία]], ο [[υγιής]], ο [[εύρωστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που συντελεί στην [[ευεξία]], ο [[υγιεινός]], ο [[ωφέλιμος]]<br /><b>3.</b> ο [[δεκτικός]] νέων ιδεών και αντιλήψεων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐεκτικῶς</i> (ΑΜ)<br />με καλή υγιεία, με [[ευρωστία]].
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, = [[εὐέκτης]], εὐεκτικά τε καὶ ὑγιῆ σώματα Plat. <i>Legg</i>. III.684 o; Arist. bezieht <i>Eth</i>. 5.11 es auf die gymnastischen [[Übungen]] des Körpers; <i>ib</i>. 5.1 τὸ εὐεκτ. τὸ ποιητικὸν πυκνότητος ἐν τῇ σαρκί.
}}
}}

Latest revision as of 13:05, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεκτικός Medium diacritics: εὐεκτικός Low diacritics: ευεκτικός Capitals: ΕΥΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: euektikós Transliteration B: euektikos Transliteration C: evektikos Beta Code: eu)ektiko/s

English (LSJ)

εὐεκτική, εὐεκτικόν,
A in good case, healthy, σώματα Pl.Lg.684c, cf. Ph.2.84, Gal.6.662; of persons, Arist.EN 1176a15.
2 conducive to εὐεξία, wholesome, Id.Top.105a31, EN 1129a20. Adv. εὐεκτικῶς Gal.8.106, Hierocl.in CA16p.456M.; also glossed by σχετικῶς, Suid.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 bien constitué;
2 qui rend fort, vigoureux.
Étymologie: εὖ, ἔχω.

German (Pape)

ή, όν, = εὐέκτης, εὐεκτικά τε καὶ ὑγιῆ σώματα Plat. Legg. III.684 o; Arist. bezieht Eth. 5.11 es auf die gymnastischen Übungen des Körpers; ib. 5.1 τὸ εὐεκτ. τὸ ποιητικὸν πυκνότητος ἐν τῇ σαρκί.

Russian (Dvoretsky)

εὐεκτικός:
1 здоровый, крепкий (σώματα Plat., Plut.; σάρξ Arst.);
2 делающий здоровым, придающий, крепость (εὐεκτικὸν τὸ ποιητικὸν εὐεξίας Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐεκτικός: -ή, -όν, ὁ ἀπολαύων καλῆς ὑγιείας, ὑγιής, εὔρωστος, σώματα Πλάτ. Νόμ. 684C· ἐπὶ προσώπων, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 5, 9, κ. ἀλλ. 2) συντελεστικὸς πρὸς εὐεξίαν, ὑγιεινός, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 13, 3, Ἠθ. Νικ. 5. 1, 5. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱεροκλ. εἰς Πυθαγ. σ. 168. - Καθ’ Ἡσύχ. καὶ Σουίδ. «εὐεκτικῶς· σχετικῶς».

Greek Monolingual

εὐεκτικός, -ή, -όν (Α) ευέκτης
1. (κυρίως για σώματα) αυτός που έχει καλή υγεία, ο υγιής, ο εύρωστος
2. αυτός που συντελεί στην ευεξία, ο υγιεινός, ο ωφέλιμος
3. ο δεκτικός νέων ιδεών και αντιλήψεων.
επίρρ...
εὐεκτικῶς (ΑΜ)
με καλή υγιεία, με ευρωστία.