ὑπεραιωρέω: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperaioreo | |Transliteration C=yperaioreo | ||
|Beta Code=u(peraiwre/w | |Beta Code=u(peraiwre/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[suspend above]] or [[support above]], κατακεκλιμένος ὑπὸ δένδρων παντοίας ὑπεραιωρούντων χάριτας Lib.''Or.''1.53:—Pass., [[Herodotus|Hdt.]]4.103.<br><span class="bld">2</span> [[hold up]], [[raise]], τὴν κεφαλήν Aret.''CD''1.3:—Pass., of the overlapping end of a dislocated bone, <b class="b3">ὑπεραιωρεῖσθαι τὴν κεφαλὴν τοῦ μηροῦ ὑπὲρ τῆς κοτύλης</b> to [[be lifted]] or [[be drawn over]], Hp.''Art.''70; <b class="b3">ὑ. ὑπὲρ τῆς ἀρχαίης ἕδρης</b> ib.71, ''Fract.''14, cf. 41: abs., Id.''Art.''22: Littré (following Apollon. Cit.) gives the Act. in same sense, ''Art.''73; and so in the Subst. [[ὑπεραιώρησις]], εως, ἡ<b class="b3">, αἱ ἐξ ὑ. [ἐμβολαί]</b> ib.25, ''Mochl.''15.<br><span class="bld">3</span> in nautical language, [[ὑπεραιωρηθῆναι]] c. gen. loci, [[lie off]] a place, τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου [[Herodotus|Hdt.]]6.116. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[ὑπεραιωρῶ]] :<br />élever <i>ou</i> tenir en suspens au-dessus;<br /><i>Pass.</i> <b>1</b> s'élever au-dessus de, gén. ; faire saillie <i>en parl. d'un os déboité</i>;<br /><b>2</b> <i>t. de mar.</i> parvenir à hauteur de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[αἰωρέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:51, 16 September 2024
English (LSJ)
A suspend above or support above, κατακεκλιμένος ὑπὸ δένδρων παντοίας ὑπεραιωρούντων χάριτας Lib.Or.1.53:—Pass., Hdt.4.103.
2 hold up, raise, τὴν κεφαλήν Aret.CD1.3:—Pass., of the overlapping end of a dislocated bone, ὑπεραιωρεῖσθαι τὴν κεφαλὴν τοῦ μηροῦ ὑπὲρ τῆς κοτύλης to be lifted or be drawn over, Hp.Art.70; ὑ. ὑπὲρ τῆς ἀρχαίης ἕδρης ib.71, Fract.14, cf. 41: abs., Id.Art.22: Littré (following Apollon. Cit.) gives the Act. in same sense, Art.73; and so in the Subst. ὑπεραιώρησις, εως, ἡ, αἱ ἐξ ὑ. [ἐμβολαί] ib.25, Mochl.15.
3 in nautical language, ὑπεραιωρηθῆναι c. gen. loci, lie off a place, τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου Hdt.6.116.
German (Pape)
[Seite 1190] darüber in die Höhe heben, aufhängen u. schweben lassen, u. pass. darüberhangen, hervorragen über Etwas, τινός, Her. 4, 103 u. Sp., wie Luc. D. Mar. 14, 3. – In der Sprache der Seefahrer ist ὑπεραιωρηθῆναί τινος = auf die Höhe eines Ortes kommen, einem Orte gegenüber erscheinen, Her. 6, 116.
French (Bailly abrégé)
ὑπεραιωρῶ :
élever ou tenir en suspens au-dessus;
Pass. 1 s'élever au-dessus de, gén. ; faire saillie en parl. d'un os déboité;
2 t. de mar. parvenir à hauteur de, gén..
Étymologie: ὑπέρ, αἰωρέω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεραιωρέω: κρατῶ τι ὑψηλά, ὑπεράνω, κρεμῶ τι ὑπεράνω· - Παθ., κρέμαμαι ἢ αἰωροῦμαι ὑπεράνω, ἐκτείνομαι ὑπεράνω, τινος Ἡρόδ. 5. 103, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795 ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 777. 2) ἐν ναυτικῇ γλώσσῃ, ὑπεραιωρηθῆναι, μετὰ γεν. τόπου, ἀράζω, ἐπ’ ὀλίγον εἰς τὰ ἀνοικτὰ τῆς θαλάσσης τόπου τινὸς ἢ λιμένος, τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου, μείναντες ὀλίγον καιρὸν μὲ τὰ πλοῖα, σαλεύοντες ἔξω εἰς τὰ ἀνοικτὰ τοῦ Φαλήρου, Ἡρόδ. 6. 116. 3) ἐγείρω, κρατῶ ὑψηλά, τὴν κεφαλὴν Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3· - Παθ., ἐπὶ ὀστοῦ οὗ αἱ ἄκραι ὑπεραιωροῦνται ἐπὶ ἄλλου ὀστοῦ, ὑπεραιωρεῖται ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ ὑπὲρ τῆς κοτύλης, ὑψοῦται ὑπεράνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 833· ὑπ. ὑπὲρ ἀρχαίης ἕδρης ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 761· ὁ Littré ἀποδίδει καὶ εἰς τὸ ἐνεργ. τὴν αὐτὴν σημασίαν, π. Ἄρθρ. 834 (4. 302) οὕτω δὲ καὶ ἐν τῷ οὐσιαστ. ὑπεραιώρησις, εως, ἡ, αἱ ἐξ ὑπ. ἐμβολαὶ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795, πρβλ. 851Β.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεραιωρέω:
1 высоко поднимать, подвешивать: ὑπεραιωρέεσθαι τῆς οἰκίης Her. подниматься высоко над домом; ὑπεραιωρηθείς Luc. поднявшись на воздух; ἡ προνομαία ὑπεραιωρουμένη Luc. высоко поднятый хобот (слона);
2 med. доплывать, прибывать (на кораблях): τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθῆναι Φαλήρου Her. доплыть на кораблях до Фалера.