δύσληπτος: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysliptos | |Transliteration C=dysliptos | ||
|Beta Code=du/slhptos | |Beta Code=du/slhptos | ||
|Definition= | |Definition=δύσληπτον, [[hard to take hold of]], Sor.1.88; [[hard to catch]], μοχθηρία Ph.2.366, cf. Luc.''Anach.''27; [[hard to comprehend]], Str.13.4.12, A.D.''Synt.''225.28, Plu.2.17d. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δύσληπτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[за который трудно ухватиться]] ([[ὄχανον]] δύσληπτον διὰ λειότητος Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[трудноуловимый]], [[неудобопонятный]] (sc. [[μάθησις]] τοῦ ὄντος Plut.). | |elrutext='''δύσληπτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[за который трудно ухватиться]] ([[ὄχανον]] δύσληπτον διὰ λειότητος Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[трудноуловимый]], [[неудобопонятный]] (''[[sc.]]'' [[μάθησις]] τοῦ ὄντος Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
δύσληπτον, hard to take hold of, Sor.1.88; hard to catch, μοχθηρία Ph.2.366, cf. Luc.Anach.27; hard to comprehend, Str.13.4.12, A.D.Synt.225.28, Plu.2.17d.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de agarrar τὸ κεφάλιον en la extracción de un feto muerto καὶ δ. ἐστιν διὰ τὴν περιφέρειαν Sor.4.5.131, αἱ μικραί (θηλαί) Sor.2.8.55, ὄχανον ... δ. ὑπὸ λειότητος Luc.Anach.27
•difícil de capturar de enemigos, D.C.36.35.3
•escurridizo de peces, Luc.Pisc.51.
2 fig. difícil de percibir μοχθηρία Ph.2.366, de las fronteras fluviales, Str.13.4.12, αἱ αἰτίαι Plb.36.17.12, τὸ ἀκατάλληλον A.D.Synt.225.27, ἀλήθεια Plu.2.17d, ἡ ... διαγωγὴ δ. τις οὖσα καὶ ἀηδὴς τῇ αἰσθήσει Gr.Nyss.V.Mos.99.24
•difícil de comprender τὸ πρᾶγμα e.d., qué es lo sublime, Longin.6, ἡ δ' ἀπὸ τῶν στοιχείων ἔφοδος Plu.2.426f
•difícil de saber ὁ περὶ ἀποδημίας τόπος Vett.Val.91.21.
II adv. δυσλήπτως = de forma difícil de comprender οὐ γὰρ ἀσαφῶς ἢ δ. ἔκκειται (la cuestión) no es oscura ni incomprensible Afric.Cest.1.17.50.
German (Pape)
[Seite 683] schwer zu fassen, ὑπὸ λειότητος, Luc. gymn. 27; übertr., schwer zu begreifen, Plut. de aud. poet. 2 g. E., u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 difficile à saisir;
2 fig. difficile à comprendre.
Étymologie: δυσ-, λαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
δύσληπτος:
1 за который трудно ухватиться (ὄχανον δύσληπτον διὰ λειότητος Luc.);
2 трудноуловимый, неудобопонятный (sc. μάθησις τοῦ ὄντος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσληπτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ συλλάβῃ τις, Λουκ. Γυμν. 27· δυσκατάληπτος, δυσνόητος, Πλούτ. 2. 17D.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δύσληπτος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα συλλαμβάνεται, πιάνεται
2. δυσνόητος («δύσληπτα νοήματα»)
νεοελλ.
(για τροφή, φάρμακα) αυτός που δύσκολα λαμβάνεται, πίνεται ή τρώγεται
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα δίνει λαβή (ἐδόκει... δύσληπτον ὑπὸ λειότητος» — δύσκολο να πιαστεί επειδή ήταν τόσο λείο)
2. δυσεξερεύνητος, δυσεξιχνίαστος.
Greek Monotonic
δύσληπτος: -ον (λαμβάνω), αυτός που δεν συλλαμβάνεται εύκολα, δυσνόητος, σε Λουκ.