πολύχρηστος: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polychristos
|Transliteration C=polychristos
|Beta Code=polu/xrhstos
|Beta Code=polu/xrhstos
|Definition=ον, [[useful for many purposes]], [[very useful]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>789b9</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pol.</span>1337b26</span>, Dsc. 1.1, Gal.6.534,480 (Sup.); τὸ π. <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>9</span>: Comp., Muson.<span class="title">Fr.</span> 20p.112H., <span class="bibl">Alex.Aphr. <span class="title">in Top.</span>277.4</span>. Adv. <b class="b3">-τως</b> [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">Paul.Aeg.7.16</span>.
|Definition=πολύχρηστον, [[useful for many purposes]], [[very useful]], Arist.''GA''789b9, ''Pol.''1337b26, Dsc. 1.1, Gal.6.534,480 (Sup.); τὸ π. Corn.''ND''9: Comp., Muson.''Fr.'' 20p.112H., Alex.Aphr. ''in Top.''277.4. Adv. [[πολυχρήστως]] = [[varia lectio|v.l.]] in Paul.Aeg.7.16.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολύχρηστος -ον [πολύς, χρηστός] [[zeer nuttig]].
|elnltext=πολύχρηστος -ον &#91;[[πολύς]], [[χρηστός]]] [[zeer nuttig]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που [[είναι]] πολύ [[χρήσιμος]], πολύ [[ωφέλιμος]] («τὴν μὲν γραμματικὴν καὶ γραφικὴν ὡς χρησίμους πρὸς τὸν βίον οὔσας καὶ πολυχρήστους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b>τὸ <i>πολύχρηστον</i><br />η [[πολυχρηστία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυχρήστως</i><br />[[κατά]] πολύχρηστο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρηστός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χρῶμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>χρηστος</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που [[είναι]] πολύ [[χρήσιμος]], πολύ [[ωφέλιμος]] («τὴν μὲν γραμματικὴν καὶ γραφικὴν ὡς χρησίμους πρὸς τὸν βίον οὔσας καὶ πολυχρήστους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b>τὸ <i>πολύχρηστον</i><br />η [[πολυχρηστία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυχρήστως</i><br />[[κατά]] πολύχρηστο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρηστός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χρῶμαι</i>), [[πρβλ]]. [[εύχρηστος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύχρηστος Medium diacritics: πολύχρηστος Low diacritics: πολύχρηστος Capitals: ΠΟΛΥΧΡΗΣΤΟΣ
Transliteration A: polýchrēstos Transliteration B: polychrēstos Transliteration C: polychristos Beta Code: polu/xrhstos

English (LSJ)

πολύχρηστον, useful for many purposes, very useful, Arist.GA789b9, Pol.1337b26, Dsc. 1.1, Gal.6.534,480 (Sup.); τὸ π. Corn.ND9: Comp., Muson.Fr. 20p.112H., Alex.Aphr. in Top.277.4. Adv. πολυχρήστως = v.l. in Paul.Aeg.7.16.

German (Pape)

[Seite 677] sehr nutzbar, nützlich, Arist. gen. an. 5, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très utile ; très employé.
Étymologie: πολύς, χρηστός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύχρηστος -ον [πολύς, χρηστός] zeer nuttig.

Russian (Dvoretsky)

πολύχρηστος: весьма полезный (πρός τι Arst.).

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που είναι πολύ χρήσιμος, πολύ ωφέλιμος («τὴν μὲν γραμματικὴν καὶ γραφικὴν ὡς χρησίμους πρὸς τὸν βίον οὔσας καὶ πολυχρήστους», Αριστοτ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύχρηστον
η πολυχρηστία.
επίρρ...
πολυχρήστως
κατά πολύχρηστο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χρηστός (< χρῶμαι), πρβλ. εύχρηστος].

Greek Monotonic

πολύχρηστος: -ον, χρήσιμος για πολλούς λόγους, για πολλά πράγματα, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχρηστος: -ον, ὁ εἰς πολλὰ χρήσιμος, λίαν χρήσιμος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 8, 12· π. πρὸς τὸν βίον ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 4. 1.

Middle Liddell

πολύ-χρηστος, ον,
useful for many purposes, Arist.