προσωνυμία: Difference between revisions
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
mNo edit summary |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />surnom.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὄνομα]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />[[surnom]].<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὄνομα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προσωνυμία -ας, ἡ, Ion. | |elnltext=προσωνυμία -ας, ἡ, Ion. [[προσωνυμίη]] [[[πρός]], [[ὄνομα]]] [[bijnaam]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 17:16, 26 May 2023
English (LSJ)
Ion. προσωνυμίη, ἡ, surname, Hp.Morb.Sacr.1, Dsc.2.142, 3.3, Plu.Per.8,39, Gal.6.778, D.C.41.39, etc.
II right of placing one's name at the head of an order, BCH51.220 (Thasos, pl.).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
surnom.
Étymologie: πρός, ὄνομα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσωνυμία -ας, ἡ, Ion. προσωνυμίη [πρός, ὄνομα] bijnaam.
Russian (Dvoretsky)
προσωνῠμία: ἡ прозвище Plut.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, ιων. τ. προσωνυμίη Α προσώνυμος
πρόσθετο όνομα, επωνυμία
αρχ.
το δικαίωμα κάποιου να αναγράφει το όνομά του στην κορυφή ενός καταλόγου ονομάτων.
Greek Monotonic
προσωνῠμία: ἡ (ὄνομα), επωνυμία, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
προσωνῠμία: ἡ, ἐπωνυμία, Ἱππ. (?), Πλουτ. Περικ. 8. 30, Διοσκ. 3, 151 (161), κλπ.