πρηνηδόν: Difference between revisions

From LSJ

μὴ λέγε τοὐμὸν ὄνειρον ἐμοίtell not my own dream to me, you are telling me what I know already

Source
(a)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0700.png Seite 700]] adv., vorwärts, Nonn.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0700.png Seite 700]] adv., vorwärts, Nonn.
}}
{{ls
|lstext='''πρηνηδόν''': ἐπίρρ., «προύμυτα, [[κατακέφαλα]]», Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 23.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜ<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε [[στάση]] πρηνή, με το [[πρόσωπο]] [[προς]] το [[έδαφος]], [[μπρούμυτα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[θέση]] ή [[στάση]] [[πρηνηδόν]]»<br /><b>στρ.</b> μια από τις [[τρεις]] θεμελιώδεις θέσεις του στρατιώτη που πυροβολεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρηνής]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ηδόν</i> ([[πρβλ]]. [[βαθμηδόν]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:00, 11 May 2023

German (Pape)

[Seite 700] adv., vorwärts, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

πρηνηδόν: ἐπίρρ., «προύμυτα, κατακέφαλα», Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 23.

Greek Monolingual

ΝΜ
επίρρ.
1. σε στάση πρηνή, με το πρόσωπο προς το έδαφος, μπρούμυτα
2. φρ. «θέση ή στάση πρηνηδόν»
στρ. μια από τις τρεις θεμελιώδεις θέσεις του στρατιώτη που πυροβολεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρηνής + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].