πτισάνη: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (elru replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ptisani
|Transliteration C=ptisani
|Beta Code=ptisa/nh
|Beta Code=ptisa/nh
|Definition=[ᾰ], ἡ, ([[πτίσσω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[peel]]ed [[barley]], <span class="bibl">Nicopho 15</span>; πτισάνης χυλός <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[barley]] [[gruel]], <b class="b3">πτισάνη παχεῖα</b>, opp. [[χυλός]] ([[barley]] [[water]]), ib.<span class="bibl">7</span>,<span class="bibl">10</span>; both opp. [[ποτόν]], ib.<span class="bibl">68</span>; πτισάνην ἕψειν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>159</span>, cf. <span class="bibl">412</span>, <span class="bibl">Alex.142.3</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>710.76</span> (iii B.C.).</span>
|Definition=[ᾰ], ἡ, ([[πτίσσω]])<br><span class="bld">A</span> [[peel]]ed [[barley]], Nicopho 15; πτισάνης χυλός Hp.''Acut.''6.<br><span class="bld">II</span> [[barley]] [[gruel]], <b class="b3">πτισάνη παχεῖα</b>, opp. [[χυλός]] ([[barley]] [[water]]), ib.7,10; both opp. [[ποτόν]], ib.68; πτισάνην ἕψειν Ar.''Fr.''159, cf. 412, Alex.142.3, ''PCair.Zen.''710.76 (iii B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 22:12, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτῐσᾰ́νη Medium diacritics: πτισάνη Low diacritics: πτισάνη Capitals: ΠΤΙΣΑΝΗ
Transliteration A: ptisánē Transliteration B: ptisanē Transliteration C: ptisani Beta Code: ptisa/nh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, (πτίσσω)
A peeled barley, Nicopho 15; πτισάνης χυλός Hp.Acut.6.
II barley gruel, πτισάνη παχεῖα, opp. χυλός (barley water), ib.7,10; both opp. ποτόν, ib.68; πτισάνην ἕψειν Ar.Fr.159, cf. 412, Alex.142.3, PCair.Zen.710.76 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 810] ἡ, enthülsete Gerste, Gerstengraupen, u. ein davon gemachter Absud, Gerstentrank, τὰς κριθὰς ποίει τοῖς τεκνίοις πτισάνην, Lucill. 95 (XI, 259); Hippocr.; Plut.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 orge mondé;
2 tisane d'orge mondé.
Étymologie: πτίσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτισάνη -ης, ἡ [πτίσσω] gepelde gerst:; πτισάνης... χυλός gerstesap Hp. Acut. 6; gerstepap:. πτισάνη παχεῖα dikke gerstepap Hp. Acut. 7.

Russian (Dvoretsky)

πτῐσάνη: (ᾰ) ἡ [πτισσω] ячменный (преимущ.) напиток или отвар Arph., Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πτῐσάνη: [ᾰ], ἡ, (πτίσσω), κριθὴ ἐκλελεπισμένη, ξεφλουδισμένη, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 2· πτισάνης χυλὸς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384. ΙΙ. ποτὸν λαμβανόμενον ἐκ τοιαύτης κριθῆς, «κριθανόνερον», ἐνίοτε μετὰ τῶν ἐπιθέτων παχεῖα ἢ ὅλη, ὅταν συνυπάρχῃ καὶ ἡ χονδροαλεσμένη κριθή, ἐν εἴδει πόλτου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν χυλὸν ἤτοι τὸ διὰ τοῦ ἠθμοῦ κριθαρόνερον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, 885· ἀμφότερα δὲ ἀντιτίθενται τῇ λέξει ποτόν, αὐτόθι 395· πτισάνειν ἕψειν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 201, πρβλ. 364, Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 2.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
(φαρμ.) υγρό φαρμακοτεχνικό σκεύασμα το οποίο περιέχει ασθενή αναλογία φυτικών προϊόντων με λίγες δραστικές ουσίες και χρησιμοποιείται ως έκδοχο διαφόρων φαρμάκων ή ως πόμα
αρχ.
αφέψημα από χόνδρους ξεφλουδισμένου κριθαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πτισάνη (< πτισσάνη, με απλοποίηση τών -σσ-) < πτίσσω «ξεφλουδίζω» + επίθημα -ανη / -ανον (πρβλ. λάχπτισάνη -ανο-ν, πλάτ-ανο-ς, πήγ-ανο-ν). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. tisana / ptisana και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. -γαλλ. tisane)].

Greek Monotonic

πτῐσάνη: [ᾰ], ἡ (πτίσσω), ξεφλουδισμένο κριθάρι· ποτό που κατασκευάζεται από αυτό, κριθαρόνερο, αφέψημα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

πτῐσᾰ́νη, ἡ, πτίσσω
peeled barley: a drink made thereof, barley-water, a ptisan, Ar.