παραναλίσκω: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paranalisko
|Transliteration C=paranalisko
|Beta Code=paranali/skw
|Beta Code=paranali/skw
|Definition=or παρᾰνᾱλ-όω, fut. <b class="b3">-ανᾱλώσω</b>, [[spend amiss]], [[waste]], [[squander]], [[throw away]], παραναλώσετε πάνθ' ὅσ' ἂν δαπανήσητε <span class="bibl">D.<span class="title">Prooem.</span> 21</span>; ἐκ τῶν ἰδίων π. εἰς οὐδὲν δέον <span class="bibl">Id.13.4</span>, cf. <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span> 3.7.13</span>; [[ruin]], <b class="b3">τὴν πόλιν</b> ib.<span class="bibl">2.21.7</span>:—Pass., of persons, to [[be sacrificed incidentally]], παραναλώθησαν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lys.</span>28</span>, cf. <span class="bibl">D.S.14.5</span>; ἀπολώλαμεν, παρανηλώμεθα <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Nu.</span> 17.12(27)</span>: in Com., to [[be spent incidentally]], pres. part. Pass. παραναλούμενος <span class="bibl">Antiph.164.5</span>: pf. παραναλωμένος <span class="bibl">Arched.2.11</span>.</span>
|Definition=or [[παραναλόω]], fut. -ανᾱλώσω, [[spend amiss]], [[waste]], [[squander]], [[throw away]], παραναλώσετε πάνθ' ὅσ' ἂν δαπανήσητε [[Demosthenes|D.]] ''[[Prooemia|Prooem.]]'' 21; ἐκ τῶν ἰδίων π. εἰς οὐδὲν δέον Id.13.4, cf. J.''BJ'' 3.7.13; [[ruin]], <b class="b3">τὴν πόλιν</b> ib.2.21.7:—Pass., of persons, to [[be sacrificed incidentally]], παραναλώθησαν Plu.''Lys.''28, cf. [[Diodorus Siculus|D.S.]]14.5; ἀπολώλαμεν, παρανηλώμεθα [[LXX]] ''Nu.'' 17.12(27): in Com., to [[be spent incidentally]], pres. part. Pass. παραναλούμενος Antiph.164.5: pf. παραναλωμένος Arched.2.11.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παρ-αναλίσκω, ook παραναλόω verkwisten; opofferen:. παραναλώθησαν zij werden opgeofferd Plut. Lys. 28.12.
|elnltext=παρ-αναλίσκω, ook παραναλόω verkwisten; opofferen:. παραναλώθησαν zij werden opgeofferd Plut. Lys. 28.12.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρᾰναλίσκω:''' μέλ. <i>-ανᾱλώσω</i>, [[ξοδεύω]] αλόγιστα, [[σπαταλώ]], [[καταβροχθίζω]], σε Δημ. — Παθ., λέγεται για ανθρώπους, [[ξοδεύω]] ανώφελα, γʹ πληθ. αορ. αʹ <i>παραναλώθησαν</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''παρᾰναλίσκω:''' μέλ. <i>-ανᾱλώσω</i>, [[ξοδεύω]] αλόγιστα, [[σπαταλώ]], [[καταβροχθίζω]], σε Δημ. — Παθ., λέγεται για ανθρώπους, [[ξοδεύω]] ανώφελα, γʹ πληθ. αορ. αʹ <i>παραναλώθησαν</i>, σε Πλούτ.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 07:33, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰνᾱλίσκω Medium diacritics: παραναλίσκω Low diacritics: παραναλίσκω Capitals: ΠΑΡΑΝΑΛΙΣΚΩ
Transliteration A: paranalískō Transliteration B: paranaliskō Transliteration C: paranalisko Beta Code: paranali/skw

English (LSJ)

or παραναλόω, fut. -ανᾱλώσω, spend amiss, waste, squander, throw away, παραναλώσετε πάνθ' ὅσ' ἂν δαπανήσητε D. Prooem. 21; ἐκ τῶν ἰδίων π. εἰς οὐδὲν δέον Id.13.4, cf. J.BJ 3.7.13; ruin, τὴν πόλιν ib.2.21.7:—Pass., of persons, to be sacrificed incidentally, παραναλώθησαν Plu.Lys.28, cf. D.S.14.5; ἀπολώλαμεν, παρανηλώμεθα LXX Nu. 17.12(27): in Com., to be spent incidentally, pres. part. Pass. παραναλούμενος Antiph.164.5: pf. παραναλωμένος Arched.2.11.

German (Pape)

[Seite 490] (s. ἀναλίσκω), dabei verwenden, verbrauchen, auch schlecht, auf verkehrte Weise, wider die wahre Absicht verwenden, παραναλίσκετε εἰς οὐδὲν δέον, Dem. 13, 4, vgl. prooem. 21, Luc. Gymnas. 38: Plut. oft u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

f. παραναλώσω, ao. Pass. παραναλώθην;
dépenser mal à propos ou en pure perte ; Pass. en parl. de pers. être sacrifié en pure perte.
Étymologie: παρά, ἀναλίσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αναλίσκω, ook παραναλόω verkwisten; opofferen:. παραναλώθησαν zij werden opgeofferd Plut. Lys. 28.12.

Russian (Dvoretsky)

παρανᾱλίσκω: (fut. παραναλώσω; aor. pass. παραναλώθην)
1 расходовать зря, расточать (ἐκ τῶν ἰδίων εἰς οὐδὲν δέον Dem.);
2 приносить в жертву, губить (sc. ἄνδρα ἄριστον Plut.).

Greek Monolingual

ή παραναλόω Α
1. δαπανώ, ξοδεύω περισσότερα από όσο πρέπει, σπαταλώ, ασωτεύω
2. καταστρέφω, αφανίζω
3. παθ. παραναλίσκομαι
(για πρόσ.) θυσιάζομαι άδικα, ανώφελα
4. (η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. και μέσ. παρακμ.) παραναλούμενος και παραναλωμένος
δαπανώμαι τυχαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀναλίσκω / ἀναλόω «ξοδεύω»].

Greek Monotonic

παρᾰναλίσκω: μέλ. -ανᾱλώσω, ξοδεύω αλόγιστα, σπαταλώ, καταβροχθίζω, σε Δημ. — Παθ., λέγεται για ανθρώπους, ξοδεύω ανώφελα, γʹ πληθ. αορ. αʹ παραναλώθησαν, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰναλίσκω: μέλλ. -ανᾱλώσω, κακῶς δαπανῶ, ἀσωτεύω, σπαταλῶ, παραναλώσετε πάντα ὅσ’ ἂν δαπανήσητε Δημ. 1432. 16· π. εἰς οὐδὲν δέον ὁ αὐτ. 167. 14· - Παθ., ἐπὶ προσώπων, ματαίως, ἀνωφελῶς θυσιάζομαι, παραναλώθησαν Πλουτ. Λύσανδρ. 28, κτλ.· - μετοχ. παθ. ἐνεστ. παρανᾱλούμενος (ἐκ τοῦ παραναλόω) ἀπαντᾷ παρ’ Ἀντιφάνει ἐν «Μύστιδι» 2. 5: πρκμ. παραναλωμένος, παρ’ Ἀρχεδίκῳ ἐν «Θησαυρῷ» 1. 11.

Middle Liddell

fut. -ανᾱλώσω
to spend amiss, to waste, squander, Dem.:—Pass., of persons, to be sacrificed uselessly, 3rd pl. aor1 παραναλώθησαν Plut.