τέθριππος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "E.''Alc.''" to "E.''Alc.''")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tethrippos
|Transliteration C=tethrippos
|Beta Code=te/qrippos
|Beta Code=te/qrippos
|Definition=ον, ([[τέτταρα]], [[ἵππος]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with four horses yoked abreast]], [[ἅρμα]] <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>1.14</span>; [[ζεῦγος]] <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>346</span>; ὄχος <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>1212</span>; τέθριππον ἡλίου [[σέλας]] = [[chariot-drawn]] [[blaze]] of the [[sun]] <span class="bibl">Id.<span class="title">El.</span>866</span>; <b class="b3">τέθριπποι ἅμιλλαι</b> [[chariot race]]s, <span class="bibl">Id.<span class="title">Hel.</span>386</span>; of the [[charioteer]], οἱ Λυδοὶ ἐπὶ Πέλοπος τέθριπποι . . ἦσαν [καὶ] ἤδη ἁρματῖται <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>1.17</span> (καὶ secl. Schenkl). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[τέθριππον]] (''[[sc.]]'' [[ἅρμα]]), τό, [[four-horse chariot]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>2.50</span>, <span class="bibl">Hdt.6.103</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>428</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ly.</span>205c</span>, etc.; <b class="b3">τέθριππον ἵππων</b> a [[team of four abreast]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1407</span>: pl., of a single [[chariot]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.59</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>177</span>.</span>
|Definition=τέθριππον, ([[τέτταρα]], [[ἵππος]])<br><span class="bld">A</span> [[with four horses yoked abreast]], [[ἅρμα]] Pi.''I.''1.14; [[ζεῦγος]] A.''Fr.''346; ὄχος E.''Hipp.''1212; τέθριππον ἡλίου [[σέλας]] = [[chariot-drawn]] [[blaze]] of the [[sun]] Id.''El.''866; <b class="b3">τέθριπποι ἅμιλλαι</b> [[chariot race]]s, Id.''Hel.''386; of the [[charioteer]], οἱ Λυδοὶ ἐπὶ Πέλοπος τέθριπποι.. ἦσαν [καὶ] ἤδη ἁρματῖται Philostr.''Im.''1.17 (καὶ secl. Schenkl).<br><span class="bld">II</span> [[τέθριππον]] (''[[sc.]]'' [[ἅρμα]]), τό, [[four-horse chariot]], Pi.''O.''2.50, [[Herodotus|Hdt.]]6.103, [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''428, Pl.''Ly.''205c, etc.; <b class="b3">τέθριππον ἵππων</b> a [[team of four abreast]], Ar.''Nu.''1407: pl., of a single [[chariot]], Pi.''P.''1.59, E.''HF''177.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο / [[τέθριππος]], -ον, ΝΜΑ, και [[τετράϊππος]], -ον ΜΑ<br /><b>1.</b> (για όχημα) αυτός που σύρεται από [[τέσσερα]] άλογα (α. «[[τέθριππο]] [[άρμα]]» β. «[[τέθριππος]] [[ὄχος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[τέθριππο]](<i>ν</i>)<br />(στην [[αρχαιότητα]]) [[άρμα]] συρόμενο από [[τέσσερα]] άλογα, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στις αρματοδρομίες, σε πομπές ή σε εορταστικές εκδηλώσεις (α. «[[τέθριππον]] πωλικόν», <b>Φώτ.</b><br />β. «τεθρίπποις τε και κέλησι», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «τεθριππά θ' οἵ ζεύγνυσθε καὶ μονάμπυκας πώλους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[τέθριππον]] ἡλίου [[σέλας]]» — ο Ήλιος (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «τέθριπποι ἅμιλλαι» — η [[αρματοδρομία]] (<b>Ευρ.</b>)<br />γ) «[[τέθριππον]] ἵππων» — τα [[τέσσερα]] άλογα του τέθριππου άρματος (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]] (<b>πρβλ.</b> <i>εξά</i>-<i>ϊππος</i>). Ο τ. [[τέθριππος]] με [[τροπή]] του κλειστού -<i>τ</i>- στο αντίστοιχο δασύ -<i>θ</i>- [[πριν]] από δασυνόμενη λ.].
|mltxt=-ο / [[τέθριππος]], -ον, ΝΜΑ, και [[τετράϊππος]], -ον ΜΑ<br /><b>1.</b> (για όχημα) αυτός που σύρεται από [[τέσσερα]] άλογα (α. «[[τέθριππο]] [[άρμα]]» β. «[[τέθριππος]] [[ὄχος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[τέθριππο]](<i>ν</i>)<br />(στην [[αρχαιότητα]]) [[άρμα]] συρόμενο από [[τέσσερα]] άλογα, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στις αρματοδρομίες, σε πομπές ή σε εορταστικές εκδηλώσεις (α. «[[τέθριππον]] πωλικόν», <b>Φώτ.</b><br />β. «τεθρίπποις τε και κέλησι», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «τεθριππά θ' οἵ ζεύγνυσθε καὶ μονάμπυκας πώλους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[τέθριππον]] ἡλίου [[σέλας]]» — ο Ήλιος (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «τέθριπποι ἅμιλλαι» — η [[αρματοδρομία]] (<b>Ευρ.</b>)<br />γ) «[[τέθριππον]] ἵππων» — τα [[τέσσερα]] άλογα του τέθριππου άρματος (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]] ([[πρβλ]]. [[εξάϊππος]]). Ο τ. [[τέθριππος]] με [[τροπή]] του κλειστού -<i>τ</i>- στο αντίστοιχο δασύ -<i>θ</i>- [[πριν]] από δασυνόμενη λ.].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 12:57, 25 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέθριππος Medium diacritics: τέθριππος Low diacritics: τέθριππος Capitals: ΤΕΘΡΙΠΠΟΣ
Transliteration A: téthrippos Transliteration B: tethrippos Transliteration C: tethrippos Beta Code: te/qrippos

English (LSJ)

τέθριππον, (τέτταρα, ἵππος)
A with four horses yoked abreast, ἅρμα Pi.I.1.14; ζεῦγος A.Fr.346; ὄχος E.Hipp.1212; τέθριππον ἡλίου σέλας = chariot-drawn blaze of the sun Id.El.866; τέθριπποι ἅμιλλαι chariot races, Id.Hel.386; of the charioteer, οἱ Λυδοὶ ἐπὶ Πέλοπος τέθριπποι.. ἦσαν [καὶ] ἤδη ἁρματῖται Philostr.Im.1.17 (καὶ secl. Schenkl).
II τέθριππον (sc. ἅρμα), τό, four-horse chariot, Pi.O.2.50, Hdt.6.103, E.Alc.428, Pl.Ly.205c, etc.; τέθριππον ἵππων a team of four abreast, Ar.Nu.1407: pl., of a single chariot, Pi.P.1.59, E.HF177.

German (Pape)

[Seite 1079] mit vier Pferden bespannt, vierspännig; ἅρμα, Pind. I. 1, 14, wie Eur. Suppl. 517; ζεῦγος, Aesch. frg. 374; ὄχος, Eur. Hipp. 1212; auch ἅμιλλαι, das Wettfahren mit dem Viergespann, Hel. 393.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
attelé de quatre chevaux ; τὸ τέθριππον quadrige, char à deux roues et à quatre chevaux de front.
Étymologie: τέτταρες, ἵππος.

Russian (Dvoretsky)

τέθριππος: запряженный четырьмя лошадьми, четырехконный (ζεῦγος Aesch.; ὄχος Eur.): αἱ τέθριπποι ἅμιλλαι Eur. состязание на четырехконных колесницах.

Greek (Liddell-Scott)

τέθριππος: -ον, (τέτταρα, ἵππος) ὁ συρόμενος ὑπὸ τεσσάρων ἵππων, ἅρμα Πινδ. Ι. 1. 18· ζεῦγος τ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 368· ὄχος Εὐρ. Ἱππ. 1212· τ. ἡλίου σέλας ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 866· ἅμιλλαι τ., ὁ ἀγὼν τῆς ἁρματοδρομίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 386· ἐπὶ τοῦ ἁρματηλάτου, Ἐπιγρ. Κυρην. (;). ΙΙ. τέθριππον, (ἐξυπακ. ἅρμα), τό, τὸ ὑπὸ τεσσάρων ἵππων συρόμενον, Πινδ. Ο. 2. 91, Ἡρόδ. 6. 103, Εὐρ. Ἄλκ. 428, κλπ.· τ. ἵππων, τέσσαρες ἵπποι συνεζευγμένοι, Ἀριστοφ. Νεφ. 1047· ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἑνὸς μόνου ἅρματος, Πινδ. Π. 1. 114, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 177.

English (Slater)

τέθριππος with four horses ἅρματι τεθρίππῳ (I. 1.14) pro subs. ἄνθεα τεθρίππων δυωδεκαδρόμων ἄγαγον (O. 2.50) Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων (P. 1.59)

Greek Monolingual

-ο / τέθριππος, -ον, ΝΜΑ, και τετράϊππος, -ον ΜΑ
1. (για όχημα) αυτός που σύρεται από τέσσερα άλογα (α. «τέθριππο άρμα» β. «τέθριππος ὄχος», Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το τέθριππο(ν)
(στην αρχαιότητα) άρμα συρόμενο από τέσσερα άλογα, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στις αρματοδρομίες, σε πομπές ή σε εορταστικές εκδηλώσεις (α. «τέθριππον πωλικόν», Φώτ.
β. «τεθρίπποις τε και κέλησι», Πλάτ.
γ. «τεθριππά θ' οἵ ζεύγνυσθε καὶ μονάμπυκας πώλους», Ευρ.)
αρχ.
φρ. α) «τέθριππον ἡλίου σέλας» — ο Ήλιος (Ευρ.)
β) «τέθριπποι ἅμιλλαι» — η αρματοδρομία (Ευρ.)
γ) «τέθριππον ἵππων» — τα τέσσερα άλογα του τέθριππου άρματος (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἵππος (πρβλ. εξάϊππος). Ο τ. τέθριππος με τροπή του κλειστού -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- πριν από δασυνόμενη λ.].

Greek Monotonic

τέθριππος: -ον (τέτταρα, ἵππος
I. αυτός που σύρεται από τέσσερα άλογα, σε Πίνδ., Ευρ.· ἅμιλλαι τέθριππαι, αγώνας της αρματοδρομίας, σε Ευρ.
II. τέθριππον (ενν. ἅρμα), τό, άρμα συρόμενο από τέσσερα άλογα, σε Ηρόδ., Ευρ.· τέθριππον ἵππων, τέσσερα άλογα ζευγμένα κοντά-κοντά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τέθρ-ιππος, ον, τέτταρες, ἵππος
I. with four horses abreast, four-horsed, Pind., Eur.; ἅμιλλαι τ. the chariot-race, Eur.
II. τέθριππον (sc. ἅρμἀ, a four-horse chariot, Hdt., Eur.; τ. ἵππων a team of four abreast, Ar.

Wikipedia EN

Horses of Saint Mark in Venice, the only surviving ancient quadriga

A quadriga (Latin quadri-, four, and iugum, yoke/yolk) is a car or chariot drawn by four horses abreast (the Roman Empire's equivalent of Ancient Greek tethrippon). It was raced in the Ancient Olympic Games and other contests. It is represented in profile as the chariot of gods and heroes on Greek vases and in bas-relief. The quadriga was adopted in ancient Roman chariot racing. Quadrigas were emblems of triumph; Victory or Fame often are depicted as the triumphant woman driving it. In classical mythology, the quadriga is the chariot of the gods; Apollo was depicted driving his quadriga across the heavens, delivering daylight and dispersing the night.

The word quadriga may refer to the chariot alone, the four horses without it, or the combination.

English (Woodhouse)

four-horsed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)