διαγελάω: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diagelao | |Transliteration C=diagelao | ||
|Beta Code=diagela/w | |Beta Code=diagela/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[laugh at]], [[mock]], τινά E.''Ba.''272,322, X.''An.''2.6.26, J.''AJ'' 16.7.6, Phld.''Piet.''110, Plu.2.1118c; τῶν ἰαμάτων τινὰ δ. ὡς ἀπίθανα ἐόντα ''IG''4.951.35 (Epid.): abs., Luc.''Pseudol.''16.<br><span class="bld">2</span> intr., [[look bright]], of the weather, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 8.2.4, ''CP''1.2.8; δ. ἡ ἡμέρα Procop.''Aed.''1.1; of water, Plu.2.950b, cf. ''Caes.''4. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[reírse de]], [[burlarse de]], [[ridiculizar]] ὃν σὺ διαγελᾷς E.<i>Ba</i>.272, 322, οὕτω Μένων ἠγάλλετο ... τῷ φίλους διαγελᾶν X.<i>An</i>.2.6.26, cf. Plb.15.22.4, ἀναθεωροῦντες τὴν κακίαν τῶν ποιημάτων, διεγέλων τὸν [[Διονύσιον]] D.S.14.109, cf. Luc.<i>Nigr</i>.33, διαγελᾷ καὶ φλαυρίζει τὸν Σωκράτην ζητοῦντα Plu.2.1118c, τῶν ἰαμάτων τινὰ διεγέλα ὡς ἀπίθανα καὶ ἀδύνα[τα ἐόν] τα <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.121.35 (Epidauro IV a.C.), τὰ διαδεδ[ο] μένα [ἱερ] ά Phld.<i>Piet</i>.729, αἱ γυναῖκες ἀνέφερον τῷ βασιλεῖ, διαγελῶσαι τὴν ἀσχημοσύνην I.<i>AI</i> 16.223, διεγέλα καὶ παιδιὰν ἐποιεῖτο τὴν σπουδὴν τοῦ δήμου Luc.<i>Pseudol</i>.16, c. ac. adverb. ἡδὺ διαγελῶν S.<i>Fr</i>.171.3.<br /><b class="num">2</b> intr. [[reír]], [[exultar]], fig., de elementos de la naturaleza [[estar resplandeciente]], [[brillar]] διαγελώσης δὲ τῆς ὥρας Thphr.<i>HP</i> 8.2.4, cf. <i>CP</i> 1.12.8, ἡμέρας [[ἄρτι]] διαγελώσης Hld.1.1.1., cf. Procop.<i>Aed</i>.1.1.41, del agua περιλάμπεται καὶ διαγελᾷ Plu.2.950b, βυθοὶ ποταμῶν διαγελῶσιν Plu.2.952f, en una metáf. τῆς πολιτείας ὥσπερ θαλάττης τὰ διαγελῶντα el aire alegre de la política como el del mar</i> Plu.<i>Caes</i>.4. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[reírse de]], [[burlarse de]], [[ridiculizar]] ὃν σὺ διαγελᾷς E.<i>Ba</i>.272, 322, οὕτω Μένων ἠγάλλετο ... τῷ φίλους διαγελᾶν X.<i>An</i>.2.6.26, cf. Plb.15.22.4, ἀναθεωροῦντες τὴν κακίαν τῶν ποιημάτων, διεγέλων τὸν [[Διονύσιον]] [[Diodorus Siculus|D.S.]]14.109, cf. Luc.<i>Nigr</i>.33, διαγελᾷ καὶ φλαυρίζει τὸν Σωκράτην ζητοῦντα Plu.2.1118c, τῶν ἰαμάτων τινὰ διεγέλα ὡς ἀπίθανα καὶ ἀδύνα[τα ἐόν] τα <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.121.35 (Epidauro IV a.C.), τὰ διαδεδ[ο] μένα [ἱερ] ά Phld.<i>Piet</i>.729, αἱ γυναῖκες ἀνέφερον τῷ βασιλεῖ, διαγελῶσαι τὴν ἀσχημοσύνην I.<i>AI</i> 16.223, διεγέλα καὶ παιδιὰν ἐποιεῖτο τὴν σπουδὴν τοῦ δήμου Luc.<i>Pseudol</i>.16, c. ac. adverb. ἡδὺ διαγελῶν S.<i>Fr</i>.171.3.<br /><b class="num">2</b> intr. [[reír]], [[exultar]], fig., de elementos de la naturaleza [[estar resplandeciente]], [[brillar]] διαγελώσης δὲ τῆς ὥρας Thphr.<i>HP</i> 8.2.4, cf. <i>CP</i> 1.12.8, ἡμέρας [[ἄρτι]] διαγελώσης Hld.1.1.1., cf. Procop.<i>Aed</i>.1.1.41, del agua περιλάμπεται καὶ διαγελᾷ Plu.2.950b, βυθοὶ ποταμῶν διαγελῶσιν Plu.2.952f, en una metáf. τῆς πολιτείας ὥσπερ θαλάττης τὰ διαγελῶντα el aire alegre de la política como el del mar</i> Plu.<i>Caes</i>.4. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[διαγελῶ]] :<br /><b>1</b> [[rire de]], [[se moquer de]], acc.;<br /><b>2</b> [[prendre un air riant]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[γελάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=([[γελάω]]), <i>[[verlachen]]</i>, τινά, Eur. <i> | |ptext=([[γελάω]]), <i>[[verlachen]]</i>, τινά, Eur. <i>Bacch</i>. 272; Xen. <i>An</i>. 2.6.26 und Sp., wie Luc. <i>Nigr</i>. 33. – Intr., <i>[[lächeln]], [[heiter]] sein</i>; übertragen, τὰ διαγελῶντα θαλάττης, die [[Stille]] des Meeres, Plut. <i>Caes</i>. 4; ὥρας διαγελώσης, ἡμέρας, Theophr. und Sp., <i>sich [[aufheitern]]</i>; vom [[ersten]] Dämmern des Tages, <i>B.A</i>. 54. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 07:25, 29 May 2024
English (LSJ)
A laugh at, mock, τινά E.Ba.272,322, X.An.2.6.26, J.AJ 16.7.6, Phld.Piet.110, Plu.2.1118c; τῶν ἰαμάτων τινὰ δ. ὡς ἀπίθανα ἐόντα IG4.951.35 (Epid.): abs., Luc.Pseudol.16.
2 intr., look bright, of the weather, Thphr. HP 8.2.4, CP1.2.8; δ. ἡ ἡμέρα Procop.Aed.1.1; of water, Plu.2.950b, cf. Caes.4.
Spanish (DGE)
1 reírse de, burlarse de, ridiculizar ὃν σὺ διαγελᾷς E.Ba.272, 322, οὕτω Μένων ἠγάλλετο ... τῷ φίλους διαγελᾶν X.An.2.6.26, cf. Plb.15.22.4, ἀναθεωροῦντες τὴν κακίαν τῶν ποιημάτων, διεγέλων τὸν Διονύσιον D.S.14.109, cf. Luc.Nigr.33, διαγελᾷ καὶ φλαυρίζει τὸν Σωκράτην ζητοῦντα Plu.2.1118c, τῶν ἰαμάτων τινὰ διεγέλα ὡς ἀπίθανα καὶ ἀδύνα[τα ἐόν] τα IG 42.121.35 (Epidauro IV a.C.), τὰ διαδεδ[ο] μένα [ἱερ] ά Phld.Piet.729, αἱ γυναῖκες ἀνέφερον τῷ βασιλεῖ, διαγελῶσαι τὴν ἀσχημοσύνην I.AI 16.223, διεγέλα καὶ παιδιὰν ἐποιεῖτο τὴν σπουδὴν τοῦ δήμου Luc.Pseudol.16, c. ac. adverb. ἡδὺ διαγελῶν S.Fr.171.3.
2 intr. reír, exultar, fig., de elementos de la naturaleza estar resplandeciente, brillar διαγελώσης δὲ τῆς ὥρας Thphr.HP 8.2.4, cf. CP 1.12.8, ἡμέρας ἄρτι διαγελώσης Hld.1.1.1., cf. Procop.Aed.1.1.41, del agua περιλάμπεται καὶ διαγελᾷ Plu.2.950b, βυθοὶ ποταμῶν διαγελῶσιν Plu.2.952f, en una metáf. τῆς πολιτείας ὥσπερ θαλάττης τὰ διαγελῶντα el aire alegre de la política como el del mar Plu.Caes.4.
French (Bailly abrégé)
διαγελῶ :
1 rire de, se moquer de, acc.;
2 prendre un air riant.
Étymologie: διά, γελάω.
German (Pape)
(γελάω), verlachen, τινά, Eur. Bacch. 272; Xen. An. 2.6.26 und Sp., wie Luc. Nigr. 33. – Intr., lächeln, heiter sein; übertragen, τὰ διαγελῶντα θαλάττης, die Stille des Meeres, Plut. Caes. 4; ὥρας διαγελώσης, ἡμέρας, Theophr. und Sp., sich aufheitern; vom ersten Dämmern des Tages, B.A. 54.
Russian (Dvoretsky)
διαγελάω: (fut. διαγελάσομαι)
1 высмеивать, осмеивать (τινα Eur., Xen., Plut., Luc.);
2 досл. смеяться, улыбаться, перен. иметь смеющийся, ясный вид (βυθοὶ ποταμῶν, διαγελῶσιν Plut.): τὰ τῆς θαλάττης διαγελῶντα Plut. безмятежная ясность моря.
Greek (Liddell-Scott)
διαγελάω: μέλλ. -άσομαι [ᾰ], γελῶ διά τινα, περιπαίζω τινά, τινὰ Εὐρ. Βάκχ. 272, 322, Ξεν. Ἀν. 2. 6, 26, Πλούτ. 2. 1118C. 2) ἀμετάβ., μειδιῶ, εἶμαι φαιδρὸς, γαλήνιος, ἐπὶ τοῦ ἀέρος, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 8. 2. 4· ἐπὶ τοῦ ὕδατος, Πλούτ. 2. 950A.
Greek Monotonic
διαγελάω: μέλ. -άσομαι [ᾰ], γελώ εις βάρος κάποιου, τινα, σε Ευρ., Ξεν.
Middle Liddell
fut. άσομαι
to laugh at, τινα Eur., Xen.