συρροή: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syrroi
|Transliteration C=syrroi
|Beta Code=surroh/
|Beta Code=surroh/
|Definition=ἡ, = [[σύρρευσις]], [[conflux]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lap.</span>1</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ign.</span>50</span>, al.; [[ἰχώρων]] <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cleom.</span>39</span>; [[συνροὰ]] (Dor.) ὑδάτων <span class="title">Mnemos.</span>42.332 (Argos, iv B.C.); [[exudation]] which forms a bulbil, σ. δακρυώδης <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>6.6.8</span>; [[accumulation]] of earth, ib.<span class="bibl">7.15.2</span>: also σύρροια, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Alim.</span>23</span>, <span class="bibl">Plb.2.32.2</span>, <span class="bibl">Str. 1.3.12</span>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">CD</span>1.13</span> (ξύρρ-) ; σύνροια <span class="title">IG</span>5(1).1431.20 (Messene).
|Definition=ἡ, = [[σύρρευσις]], [[conflux]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''De Lapidibus'' 1, ''Ign.''50, al.; [[ἰχώρων]] Plu.''Cleom.''39; [[συνροὰ]] (Dor.) ὑδάτων ''Mnemos.''42.332 (Argos, iv B.C.); [[exudation]] which forms a bulbil, σ. δακρυώδης [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 6.6.8; [[accumulation]] of earth, ib.7.15.2: also [[σύρροια]], Hp.''Alim.''23, Plb.2.32.2, Str. 1.3.12, Aret.''CD''1.13 (ξύρρ-); σύνροια ''IG''5(1).1431.20 (Messene).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />confluent.<br />'''Étymologie:''' [[συρρέω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />[[confluent]].<br />'''Étymologie:''' [[συρρέω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Latest revision as of 07:35, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρροή Medium diacritics: συρροή Low diacritics: συρροή Capitals: ΣΥΡΡΟΗ
Transliteration A: syrroḗ Transliteration B: syrroē Transliteration C: syrroi Beta Code: surroh/

English (LSJ)

ἡ, = σύρρευσις, conflux, Thphr. De Lapidibus 1, Ign.50, al.; ἰχώρων Plu.Cleom.39; συνροὰ (Dor.) ὑδάτων Mnemos.42.332 (Argos, iv B.C.); exudation which forms a bulbil, σ. δακρυώδης Thphr. HP 6.6.8; accumulation of earth, ib.7.15.2: also σύρροια, Hp.Alim.23, Plb.2.32.2, Str. 1.3.12, Aret.CD1.13 (ξύρρ-); σύνροια IG5(1).1431.20 (Messene).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
confluent.
Étymologie: συρρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρροή -ῆς, ἡ [συρρέω] samenvloeiing. Plut. Agis et Cl. 60.5.

German (Pape)

ἡ, = σύρροια, Sp.

Russian (Dvoretsky)

συρροή:стечение, слияние Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συρροή: ἡ, = σύρρευσις. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 8., 7. 15, 2, Πλούτ., κλπ.· ὡσαύτως σύρροια, Ἱππ. παρ’ Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 102C, Πολύβ. 2. 32, 2. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 497.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συνροά Α συρρέω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συρρέω, το να ρέουν ή να χύνονται μαζί δύο υγρά («συνροὰ ὑδάτων», επιγρ.)
2. συνάθροιση, συγκέντρωσησυρροή πλήθους»)
νεοελλ.
1. ιατρ. χαρακτηριστικό τών εξανθηματικών νόσων, όταν οι φλύκταινες, βλατίδες, φυσαλλίδες ή κηλίδες πλησιάζουν και συνενώνονται η μία με την άλλη
2. φρ. α) «συρροή νόμων»
(ποιν. δίκ.) η περίπτωση κατά την οποία περισσότεροι ποινικοί νόμοι ή περισσότερες διατάξεις του ίδιου ποινικού νόμου ρυθμίζουν την ίδια ύλη
β) «συρροή εγκλημάτων» και «συρροή αδικημάτων» — η περίπτωση κατά την οποία έγιναν από κάποιον δύο ή περισσότερα εγκλήματα ή αδικήματα
αρχ.
εφίδρωση.