ἐρευνητικός: Difference between revisions

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
(a)
 
(14)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1026.png Seite 1026]] nachforschend, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1026.png Seite 1026]] nachforschend, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἐρευνητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν ἢ συνηθίζων νὰ ἐρευνᾷ, ἢ ὁ συντελῶν πρὸς ἔρευναν, Νικήτ. Χρον. σ. 312D. - Ἐπίρρ. ἐρευνητικῶς, μετ’ ἐρεύνης, [[μετὰ]] προσοχῆς, Ταράσ. 1453Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[ἐρευνητικός]], -ή, -όν) [[ερευνώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[έρευνα]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]], ο [[κατάλληλος]] για [[έρευνα]], αυτός που έχει [[κλίση]] ή [[διάθεση]] να ερευνά, ο [[εξεταστικός]], ο [[μελετητικός]] (α. «ερευνητική [[διάθεση]]» β. «[[ερευνητικός]] [[επιστήμονας]]» γ. «ερευνητικό [[μυαλό]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐρευνητικόν</i><br />[[ικανότητα]], [[διάθεση]], [[τάση]], [[κλίση]] για [[έρευνα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ερευνητικώς</i> και -<i>ά</i><br />με [[διάθεση]] για [[έρευνα]], με [[προσοχή]], με επιμελή [[σπουδή]].
}}
}}

Latest revision as of 07:13, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1026] nachforschend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρευνητικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν ἢ συνηθίζων νὰ ἐρευνᾷ, ἢ ὁ συντελῶν πρὸς ἔρευναν, Νικήτ. Χρον. σ. 312D. - Ἐπίρρ. ἐρευνητικῶς, μετ’ ἐρεύνης, μετὰ προσοχῆς, Ταράσ. 1453Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἐρευνητικός, -ή, -όν) ερευνώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έρευνα
2. ο ικανός, ο κατάλληλος για έρευνα, αυτός που έχει κλίση ή διάθεση να ερευνά, ο εξεταστικός, ο μελετητικός (α. «ερευνητική διάθεση» β. «ερευνητικός επιστήμονας» γ. «ερευνητικό μυαλό»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐρευνητικόν
ικανότητα, διάθεση, τάση, κλίση για έρευνα.
επίρρ...
ερευνητικώς και -ά
με διάθεση για έρευνα, με προσοχή, με επιμελή σπουδή.