αὐτοπάθεια: Difference between revisions
νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement
m (Text replacement - " opp\. ([a-zA-Z' ]+)," to " opp. $1,") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aftopatheia | |Transliteration C=aftopatheia | ||
|Beta Code=au)topa/qeia | |Beta Code=au)topa/qeia | ||
|Definition=[ | |Definition=[πᾰ], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[one's own experience]], ἐξ αὐ. διατίθεσθαι τοὺς λόγους Plb.3.108.2, cf. D.H.''Dem.'' 22, Plu.''Lib.''1; = [[ἰδιοπάθεια]], [[primary affection]], Gal.8.78.<br><span class="bld">2</span> Gramm., of words that are [[reflexive]], opp. [[transitive]], A.D.''Synt.''147.21. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐτοπάθεια''': ἡ, ἐξ αὐτοπαθείας, ἐξ ἰδίας πείρας, Πολύβ. 3. 108, 2· | |lstext='''αὐτοπάθεια''': ἡ, ἐξ αὐτοπαθείας, ἐξ ἰδίας πείρας, Πολύβ. 3. 108, 2· αὐτοῦ λέγοντος ἐκείνου τὰ [[ἑαυτοῦ]] μετὰ τῆς ἀξιώσεως, ἧς εἶχε τὴν αὐτοπάθειαν Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 1023. 2) παρὰ γραμμ., ἐπὶ λέξεων αὐτοπαθῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς μεταβατ., Ἀπολλών. π. Συντ. 147. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
[πᾰ], ἡ,
A one's own experience, ἐξ αὐ. διατίθεσθαι τοὺς λόγους Plb.3.108.2, cf. D.H.Dem. 22, Plu.Lib.1; = ἰδιοπάθεια, primary affection, Gal.8.78.
2 Gramm., of words that are reflexive, opp. transitive, A.D.Synt.147.21.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I 1experiencia propia o personal ἐκ τῆς αὐτοπαθείας ... γίνεσθαι τῆς τῶν συγγραφέων depender de la experiencia personal de los historiadores Plb.12.25h.4, διὰ τῶν ἐκ τῆς αὐτοπαθείας καὶ τριβῆς θεωρημάτων Plb.12.25i.7, cf. 3.108.2, 12.28a.6.
2 sentimiento personal τὰ σχετλιακὰ τῶν ἐπιρρημάτων ἐξ αὐτοπαθείας ἐκπεμπόμενα A.D.Pron.34.30, cf. D.H.Dem.22.
II gram. reflexividad del verbo, A.D.Synt.147.21, 278.16, 306.25.
German (Pape)
[Seite 399] ἡ, Selbsterfahrung, Überzeugung, Pol. 3, 108; ἡ ἐκ τῆς πλάνης καὶ θέας 12, 28; τινὸς ἔχειν Dion. Hal. de vi Dem. 22; Selbstempfindung, Plut. frg. I, 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 sentiment personnel, expérience personnelle;
2 t. de gramm. qualité des mots réfléchis (p. opp. à celle des mots transitifs).
Étymologie: αὐτοπαθής.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοπάθεια: ἡ
1 собственные впечатления, личный опыт (ἐκ τῆς πλάνης καὶ θέας Polyb.);
2 грам. возвратность.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοπάθεια: ἡ, ἐξ αὐτοπαθείας, ἐξ ἰδίας πείρας, Πολύβ. 3. 108, 2· αὐτοῦ λέγοντος ἐκείνου τὰ ἑαυτοῦ μετὰ τῆς ἀξιώσεως, ἧς εἶχε τὴν αὐτοπάθειαν Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 1023. 2) παρὰ γραμμ., ἐπὶ λέξεων αὐτοπαθῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς μεταβατ., Ἀπολλών. π. Συντ. 147.
Greek Monolingual
η (Α αὐτοπάθεια) αυτοπαθής
νεοελλ.
1. το παθαίνει κανείς κάτι από τον ίδιο τον εαυτό του
2. η ιδιότητα ορισμένων λέξεων (κυρίως αντωνυμιών και ρημάτων) να δηλώνουν ότι η ενέργεια του υποκειμένου επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο
αρχ.
η προσωπική πείρα.
Greek Monotonic
αὐτοπάθεια: ἡ, προσωπικά αισθήματα ή προσωπική εμπειρία κάποιου, σε Πολύβ.
Middle Liddell
[From αὐτοπαθής
one's own feeling or experience, Polyb.