προκύων: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2, $3 <i>")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
 
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προκύων:''' κῠνος ὁ брехливый пес Anth.
|elrutext='''προκύων:''' κῠνος ὁ [[брехливый пес]] Anth.
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 11 May 2023

German (Pape)

[Seite 732] κυνος, ὁ, s. nom. pr.; Antiphan. 5 (XI, 322) nennt die Grammatiker spöttisch πικροὶ Καλλιμάχου πρόκυνες, die bittern, kleinen Kläffer, κύνες. – Für Schmeichler aber wird jetzt richtiger πρόσκυνες geschrieben, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

πρόκυνος (ὁ) :
chien qui se porte en avant :
1 aboyeur;
2 chien couchant, flatteur ou parasite.
Étymologie: πρό, κύων.

Greek Monolingual

(I)
-υνός, ο, ΝΑ
λόγια ονομασία του διπλού αστέρα α, ο οποίος ανήκει στον αστερισμό του Μικρού Κυνός, είναι ο τρίτος κατά σειρά λαμπρότερος αστέρας του ουρανού και ήταν γνωστός από τους αρχαιότατους χρόνους, αφού η ονομασία του αναφέρεται σε κείμενα του Πτολεμαίου και του Αράτου
αρχ.
1. ο αστέρας Σείριος
2. μτφ. κόλακας που ακολουθεί κάποιον δουλικά, σαν σκυλάκι
3. στον πληθ. οἱ πρόκυνες
άνεμοι που προηγούνται της επιτολής του Σειρίου
4. φρ. «πικροί Καλλιμάχου πρόκυνες» — σκωπτική ονομασία τών γραμματικών, οι οποίοι έμοιαζαν με σκυλιά άγρια που δαγκώνουν (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κύων, κυνός «σκύλος»].
(II)
-υνός, ο, Ν
ζωολ. γένος συγγενών με τις αρκούδες σαρκοφάγων θηλαστικών της Αμερικής τα οποία ανήκουν στην οικογένεια προκυονίδες και είναι γνωστά με την κοινή ονομασία ρακούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. Procyon (< Προκύων «ο αστέρας Σείριος»].

Russian (Dvoretsky)

προκύων: κῠνος ὁ брехливый пес Anth.