τετραορία: Difference between revisions
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetraoria | |Transliteration C=tetraoria | ||
|Beta Code=tetraori/a | |Beta Code=tetraori/a | ||
|Definition=ἡ, [[four-horsed chariot]], | |Definition=ἡ, [[four-horsed chariot]], Pi.''O.''2.5, ''P.''2.4, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 13:18, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, four-horsed chariot, Pi.O.2.5, P.2.4, al.
German (Pape)
[Seite 1098] ἡ, ein vierspänniger Wagen, Pind. Ol. 2, 5 P. 2, 4 N. 4, 28.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
attelage de quatre chevaux.
Étymologie: τετράορος.
Russian (Dvoretsky)
τετρᾱορία: ἡ четверная запряжка, четверка лошадей Pind.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾱορία: ἡ, ἅρμα ἐκ τεσσάρων ἵππων, νικαφόρου Πινδ. Ο. 2. 8, Π. 2. 8, κλπ.
English (Slater)
τετρᾱορία (-ίας, -ιᾶν, -ίας.) four-horse chariot τετραορίας ἕνεκα νικαφόρου (O. 2.5) ἀγγελίαν τετραορίας ἐλελίχθονος (P. 2.4) οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (N. 4.28) καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις (I. 3.17)
Greek Monolingual
ἡ, Α τετράορος
άρμα με τέσσερεις ίππους, τέθριππο («θύρωνα δὲ τετραορίας ἕνεκα νικαφόρου γεγωνητέον», Πίνδ.).
Greek Monotonic
τετρᾱορία: ἡ, άρμα από τέσσερα άλογα, σε Πίνδ.