εὐόλισθος: Difference between revisions
αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evolisthos | |Transliteration C=evolisthos | ||
|Beta Code=eu)o/lisqos | |Beta Code=eu)o/lisqos | ||
|Definition= | |Definition=εὐόλισθον,<br><span class="bld">A</span> [[slippery]], Placit.1.4.2; κόπρος Alex.Aphr.''Pr.''1.90; πηλαμύς Xenocr. ap. Orib.2.58.142, cf. Apollod.''Poliorc.''149.3, Hierocl. ''in CA''16p.456M.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[unsteady]], ἡλικία Ph.2.463. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 13:11, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐόλισθον,
A slippery, Placit.1.4.2; κόπρος Alex.Aphr.Pr.1.90; πηλαμύς Xenocr. ap. Orib.2.58.142, cf. Apollod.Poliorc.149.3, Hierocl. in CA16p.456M.
II metaph., unsteady, ἡλικία Ph.2.463.
German (Pape)
[Seite 1085] leicht ausgleitend, Plut. plac. phil. 1, 4 u. Sp.; τοῖχος, baufällig, Aesop.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui glisse facilement.
Étymologie: εὖ, ὀλισθαίνω.
Russian (Dvoretsky)
εὐόλισθος: скользкий, скользящий Plut.
Greek (Liddell-Scott)
εὐόλισθος: -ον, εὐκόλως ὀλισθάνων, ἀσταθής, ἡλικία Φίλων 2. 463, πρβλ. Πλούτ. 2. 878D. ΙΙ. λίαν ὀλισθηρός, κόπρος Ἀλέξ. Ἀφρ. 1. 90.
Greek Monolingual
εὐόλισθος, -ον (ΑΜ)
1. ολισθηρός
2. ασταθής («μειράκια ἡλικίᾳ εὐολίσθῳ χρώμενα», Φίλ.)
μσν.
1. αυτός που γλιστράει απαλά («εὐόλισθος στόλος», Πισίδ. Γ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐόλισθον
η αστάθεια («τὸ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εὐόλισθον», Στουδ. Θεόδ.).
επίρρ...
εὐολίσθως (Α)
με τάση για γλίστρημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + < όλισθος «γλίστρημα»].