πετροτόμος: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=petrotomos | |Transliteration C=petrotomos | ||
|Beta Code=petroto/mos | |Beta Code=petroto/mos | ||
|Definition= | |Definition=πετροτόμον, [[cutting stones]], ἀκίδες ''APl.''4.221 (Theaet.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:58, 25 August 2023
English (LSJ)
πετροτόμον, cutting stones, ἀκίδες APl.4.221 (Theaet.).
German (Pape)
[Seite 606] Steine schneidend, behauend, ἀκίδες, Theaet. Sch. 4 (Plan. 221); ὁ πετρ., Steinhauer, wie λαοτόμος. – Aber πετρότομος wäre »in Stein gehauen, geschnitten«.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui coupe les pierres.
Étymologie: πέτρα, τέμνω.
Greek (Liddell-Scott)
πετροτόμος: -ον, ὁ κόπτων λίθους, ὡς τὸ λατόμος, Ἀνθ. Πλαν. 221.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α (για εργαλείο) αυτός που τέμνει, που πελεκάει την πέτρα («πετροτόμοις ἀκίσι», Θεαίτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμοτόμος.
Greek Monotonic
πετροτόμος: -ον (τέμνω), αυτός που κόβει πέτρες, σε Ανθ.