πολύγλευκος: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyglefkos
|Transliteration C=polyglefkos
|Beta Code=polu/gleukos
|Beta Code=polu/gleukos
|Definition=ον, [[abounding in sweet juice]], βότρυς <span class="title">AP</span>6.238 (Apollonid.).
|Definition=πολύγλευκον, [[abounding in sweet juice]], βότρυς ''AP''6.238 (Apollonid.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει πολύ [[γλεύκος]], πολύ μούστο<br /><b>2.</b> αυτός που αποδίδει πολύ μούστο («[[οὐδέ]] πολυγλεύκου [[γειομόρος]] ([[εἰμί]]) βότρυος», Απολλωνίδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γλεῦκος]], <i>τὸ</i>, «[[μούστος]]» (<b>πρβλ.</b> <i>αει</i>-[[γλεύκος]])].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει πολύ [[γλεύκος]], πολύ μούστο<br /><b>2.</b> αυτός που αποδίδει πολύ μούστο («[[οὐδέ]] πολυγλεύκου [[γειομόρος]] ([[εἰμί]]) βότρυος», Απολλωνίδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γλεῦκος]], <i>τὸ</i>, «[[μούστος]]» ([[πρβλ]]. [[αειγλεύκος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́γλευκος Medium diacritics: πολύγλευκος Low diacritics: πολύγλευκος Capitals: ΠΟΛΥΓΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: polýgleukos Transliteration B: polygleukos Transliteration C: polyglefkos Beta Code: polu/gleukos

English (LSJ)

πολύγλευκον, abounding in sweet juice, βότρυς AP6.238 (Apollonid.).

German (Pape)

[Seite 660] (s. γλεῦκος), von oder mit vielem Moste, βότρυς, Apollnds. 5 (VI, 238).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au moût abondant.
Étymologie: πολύς, γλεῦκος.

Russian (Dvoretsky)

πολύγλευκος: дающий много сусла, очень сочный (βότρυς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύγλευκος: -ον, ὁ περιέχων ἢ παράγων πολὺ γλεῦκος, βότρυς Ἀνθ. Π. 6. 238.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που περιέχει πολύ γλεύκος, πολύ μούστο
2. αυτός που αποδίδει πολύ μούστο («οὐδέ πολυγλεύκου γειομόρος (εἰμί) βότρυος», Απολλωνίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + γλεῦκος, τὸ, «μούστος» (πρβλ. αειγλεύκος)].

Greek Monotonic

πολύγλευκος: αυτός που έχει άφθονο μούστο, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολύ-γλευκος, ον,
abounding in new wine, Anth.