σηρικός: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sirikos
|Transliteration C=sirikos
|Beta Code=shriko/s
|Beta Code=shriko/s
|Definition=ή, όν, (Σήρ) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[Seric]], [[silken]], ἐσθής <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>63</span>; [[παραπετάσματα]], [[σκευή]], <span class="bibl">D.C.43.24</span>, <span class="bibl">59.26</span>; νῆμα Gal.10.942 (pl.), <span class="bibl">Hld.2.31</span>; τὰ σ. τῶν ὑφασμάτων Plu.2.396b; written σειρικός, Gal.5.46:—as [[substantive]], σηρικόν, τό, [[silken robe]], [[silk]], Apoc.18.12 ([[varia lectio|v.l.]] [[σιρικόν]]), <b class="b2">Peripl.M. Rubr</b>.49; in plural, Nearch. ap. <span class="bibl">Str.15.1.20</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[σηρικά]], [[τά]], [[jujubes]], Gal.6.614, <span class="bibl">Paul.Aeg.1.81</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[σηρικόν]] (fort. [[συρικόν]]), τό, a [[red pigment]], Olymp.Alch.<span class="bibl">p.76</span> B., <span class="bibl">Zos.Alch. p.248</span> B.; [[Syricum pigmentum]], [[quod Syrii Phoenices in Rubri maris litoribus colligunt]], Isid.<span class="title">Etym.</span>19.17.6 (where it is distinguished from <span class="title">Sericum</span>).</span>
|Definition=σηρική, σηρικόν, ([[Σήρ]])<br><span class="bld">A</span> [[Seric]], [[silken]], ἐσθής Luc.''Salt.''63; [[παραπετάσματα]], [[σκευή]], D.C.43.24, 59.26; νῆμα Gal.10.942 (pl.), Hld.2.31; τὰ σ. τῶν ὑφασμάτων Plu.2.396b; written σειρικός, Gal.5.46:—as [[substantive]], σηρικόν, τό, [[silken robe]], [[silk]], Apoc.18.12 ([[varia lectio|v.l.]] [[σιρικόν]]), Peripl.M. Rubr.49; in plural, Nearch. ap. Str.15.1.20.<br><span class="bld">2</span> [[σηρικά]], τά, [[jujubes]], Gal.6.614, Paul.Aeg.1.81.<br><span class="bld">3</span> [[σηρικόν]] (fort. [[συρικόν]]), τό, a [[red pigment]], Olymp.Alch.p.76 B., Zos.Alch. p.248 B.; [[Syricum pigmentum]], [[quod Syrii Phoenices in Rubri maris litoribus colligunt]], Isid.''Etym.''19.17.6 (where it is distinguished from ''Sericum'').
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σηρικός, ook σιρικός --όν [Σήρ] [[zijden]], [[van zijde]].
|elnltext=σηρικός, ook σιρικός -ή -όν [Σήρ] [[zijden]], [[van zijde]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηρῐκός Medium diacritics: σηρικός Low diacritics: σηρικός Capitals: ΣΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: sērikós Transliteration B: sērikos Transliteration C: sirikos Beta Code: shriko/s

English (LSJ)

σηρική, σηρικόν, (Σήρ)
A Seric, silken, ἐσθής Luc.Salt.63; παραπετάσματα, σκευή, D.C.43.24, 59.26; νῆμα Gal.10.942 (pl.), Hld.2.31; τὰ σ. τῶν ὑφασμάτων Plu.2.396b; written σειρικός, Gal.5.46:—as substantive, σηρικόν, τό, silken robe, silk, Apoc.18.12 (v.l. σιρικόν), Peripl.M. Rubr.49; in plural, Nearch. ap. Str.15.1.20.
2 σηρικά, τά, jujubes, Gal.6.614, Paul.Aeg.1.81.
3 σηρικόν (fort. συρικόν), τό, a red pigment, Olymp.Alch.p.76 B., Zos.Alch. p.248 B.; Syricum pigmentum, quod Syrii Phoenices in Rubri maris litoribus colligunt, Isid.Etym.19.17.6 (where it is distinguished from Sericum).

German (Pape)

[Seite 876] eigtl. scrisch, gew. seiden, von Seide, Plut. Pyth. or. 4 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de soie.
Étymologie: σήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σηρικός, ook σιρικός -ή -όν [Σήρ] zijden, van zijde.

Russian (Dvoretsky)

σηρικός: шелковый (ἐσθής Luc.).

English (Strong)

from Ser (an Indian tribe from whom silk was procured; hence the name of the silk-worm); Seric, i.e. silken (neuter as noun, a silky fabric): silk.

Greek Monolingual

και σειρικός, -ή, όν, ΜΑ [[σήρ, σηρός]] κατασκευασμένος από μετάξι, μεταξωτός, μετάξινος, μεταξένιος
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τo σηρικόν
α) μεταξωτό ένδυμα
β) το κόκκινο χρώμα
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ σηρικά
τά τζίτζιφα.

Greek Monotonic

σηρῐκός: -ή, -όν (Σήρ), σηρικός (ο προερχόμενος από τους Σήρες), δηλ. ο μεταξωτός, σε Λουκ.· ως ουσ. σηρικόν ή σιρικόν, τό, μεταξωτό ένδυμα, μετάξι, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

σηρῐκός: -ή, -όν, (Σὴρ) μετάξινος, ἐκ μετάξης (ἴδε ἐν λ. βύσσος), ἐσθὴς Λουκ. π. Ὀρχ. 63· σκευὴ Δίων Κ. 59.26· νῆμα Ἡλιόδ. 2. 31· τὰ σ. τῶν ὑφασμάτων Πλούτ. 2.396Β· - ὡς οὐσιαστ., σηρικόν (διάφορ. γραφ. σηρικόν), τό, μεταξίνη ἐσθής, μέταξα, Ἀποκάλ. ιη΄, 12, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλλάσσ. 49· ἐν τῷ πληθ., Στράβ. 693.

Middle Liddell

σηρῐκός, ή, όν [Σήρ]
Seric, silken, Luc.:—Subst., σηρικόν, or σιρικόν, οῦ, a silken robe, silk, NTest.

Chinese

原文音譯:shrikÒj 些里可士
詞類次數:形,名(1)
原文字根:絲
字義溯源:絲的,絲綢,絲製的,綢子;源自(σήπω)X*=絲)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 絲綢(1) 啓18:12