υἱωνός: Difference between revisions
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yionos | |Transliteration C=yionos | ||
|Beta Code=ui(wno/s | |Beta Code=ui(wno/s | ||
|Definition=ὁ, [[grandson]], | |Definition=ὁ, [[grandson]], Il.2.666, Od. 24.515, Theoc.17.23, ''IG''5(1).1450 (Messene, i A. D.), ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''261.7 (i A.D.), ''SIG''829''A'' (Delph., ii A. D.), Plu.''Publ.''14, etc.:—fem. [[υἱωνή]], ἡ, J.''BJ''1.22.1; less Att. than [[ὑϊδοῦς]] and [[ὑϊδῆ]], Moer.p.379 P., Thom. Mag.p.362 R. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ὑωνός]] και [[υἱωνεύς]], -έως, ὁ, θηλ. [[υἱωνή]], ΜΑ, και ως θηλ. [[υἱωνός]], ἡ, Μ<br />ο [[εγγονός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υἱος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωνός</i>, που μαρτυρείται και σε ονόματα ζώων και πτηνών ( | |mltxt=και [[ὑωνός]] και [[υἱωνεύς]], -έως, ὁ, θηλ. [[υἱωνή]], ΜΑ, και ως θηλ. [[υἱωνός]], ἡ, Μ<br />ο [[εγγονός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υἱος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωνός</i>, που μαρτυρείται και σε ονόματα ζώων και πτηνών ([[πρβλ]]. [[οἰωνός]], [[χελώνη]]) και προσδίδει στη λ. μεγεθυντική, αυξητική σημ. (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>grand</i>-<i>son</i> «[[εγγονός]]»). Ο τ. <i>υἱώνεῖς</i>, που παραδίδει ο Ησύχιος, [[είναι]] αναλογικός με τον πληθ. <i>υἱεῖς</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, grandson, Il.2.666, Od. 24.515, Theoc.17.23, IG5(1).1450 (Messene, i A. D.), POxy.261.7 (i A.D.), SIG829A (Delph., ii A. D.), Plu.Publ.14, etc.:—fem. υἱωνή, ἡ, J.BJ1.22.1; less Att. than ὑϊδοῦς and ὑϊδῆ, Moer.p.379 P., Thom. Mag.p.362 R.
German (Pape)
[Seite 1176] ὁ, Sohnes Sohn, Enkel; Hom. Il. 2, 666 Od. 24, 514; Plut. Popl. 14 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
petit-fils.
Étymologie: υἱός.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
και ὑωνός και υἱωνεύς, -έως, ὁ, θηλ. υἱωνή, ΜΑ, και ως θηλ. υἱωνός, ἡ, Μ
ο εγγονός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υἱος + επίθημα -ωνός, που μαρτυρείται και σε ονόματα ζώων και πτηνών (πρβλ. οἰωνός, χελώνη) και προσδίδει στη λ. μεγεθυντική, αυξητική σημ. (πρβλ. αγγλ. grand-son «εγγονός»). Ο τ. υἱώνεῖς, που παραδίδει ο Ησύχιος, είναι αναλογικός με τον πληθ. υἱεῖς].
Greek Monotonic
υἱωνός: -οῦ, ὁ (υἱός), εγγονός, σε Όμηρ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
υἱωνός: ὁ внук Hom., Plut.