ἰαμβεῖος: Difference between revisions
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iamveios | |Transliteration C=iamveios | ||
|Beta Code=i)ambei=os | |Beta Code=i)ambei=os | ||
|Definition=[ῐ], ον, (ἴαμβος) < | |Definition=[ῐ], ον, ([[ἴαμβος]])<br><span class="bld">A</span> [[iambic]], μέτρον Arist.''Po.''1448b31.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]] [[ἰαμβεῖον]], τό, [[iambic verse]], Ar.''Ra.''1133, 1204, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 602b, Arist.''Po.''1458b19, ''Sammelb.''6308(iii B.C.), etc.: in plural, [[iambic poem]], Luc.''Salt.''27: generally, [[verse]], [[line]], Ath.8.355a (of anapaests).<br><span class="bld">2</span> [[iambic metre]], Arist.''Rh.''1404a31. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:26, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐ], ον, (ἴαμβος)
A iambic, μέτρον Arist.Po.1448b31.
II as substantive ἰαμβεῖον, τό, iambic verse, Ar.Ra.1133, 1204, Pl.R. 602b, Arist.Po.1458b19, Sammelb.6308(iii B.C.), etc.: in plural, iambic poem, Luc.Salt.27: generally, verse, line, Ath.8.355a (of anapaests).
2 iambic metre, Arist.Rh.1404a31.
German (Pape)
[Seite 1232] jambisch, z. B. ἰαμβεῖον μέτρον Arist. poet. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
iambique.
Étymologie: ἴαμβος.
Russian (Dvoretsky)
ἰαμβεῖος: ямбический (μέτρον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰαμβεῖος: -ον, (ἴαμβος) ἰαμβικός, μέτρον Ἀριστ. Ποιητ. 4. 10. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἰαμβεῖον, τό, ἰαμβικὸς στίχος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1133, 1204, Πλάτ. Πολ. 602Β, Ἀριστ., κλ.· ἐν τῷ πληθ., ἰαμβικὸν ποίημα, Λουκ. π. Ὀρχ. 27· καθόλου, στίχος, Ἀθήν. 355Α. 2) ἰαμβικὸν μέτρον, Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 9.
Greek Monolingual
-ο (Α ἰαμβεῖος, -ον) ίαμβος
το ουδ. ως ουσ. το ιαμβείο(ν)
ο ιαμβικός στίχος
αρχ.
1. ιαμβικός («ἰαμβεῖον... μέτρον», Αριστοτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰαμβεῖον
το ιαμβικό μέτρο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ίαμβεῖα
τα ιαμβικά ποιήματα.
Greek Monotonic
ἰαμβεῖος: -ον (ἴαμβος)·
I. ιαμβικός, μέτρον, σε Αριστοφ.
II. 1. ως ουσ., ἰαμβεῖον, τό, ιαμβικός στίχος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
2. ιαμβικό μέτρο, σε Αριστ.
Middle Liddell
ἰαμβεῖος, ον ἴαμβος
I. iambic, μέτρον Arist.
II. as substantive, ἰαμβεῖον, ου, τό, an iambic verse, Ar., Plat.
2. iambic metre, Arist.