ἰδιόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὶ μὲν εὐτυχοῦσιν, οὐ φρονοῦσι δέ → Multis adest fortuna, non prudentia → Viele sind im Glück und doch nicht bei Verstand

Menander, Monostichoi, 447
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=idiomorfos
|Transliteration C=idiomorfos
|Beta Code=i)dio/morfos
|Beta Code=i)dio/morfos
|Definition=ον, [[of peculiar form]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.13.6</span>, <span class="bibl">Str.4.6.10</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Mar.</span>25</span>.
|Definition=ἰδιόμορφον, [[of peculiar form]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.13.6, Str.4.6.10, Plu.''Mar.''25.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐόμορφος Medium diacritics: ἰδιόμορφος Low diacritics: ιδιόμορφος Capitals: ΙΔΙΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: idiómorphos Transliteration B: idiomorphos Transliteration C: idiomorfos Beta Code: i)dio/morfos

English (LSJ)

ἰδιόμορφον, of peculiar form, Thphr. HP 9.13.6, Str.4.6.10, Plu.Mar.25.

German (Pape)

[Seite 1236] von besonderer, eigener Gestalt; ζῷον Strab. IV, 207; Plut. Mar. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'une forme particulière.
Étymologie: ἴδιος, μορφή.

Russian (Dvoretsky)

ἰδιόμορφος: своеобразный, т. е. необыкновенный, невиданный (θηρίων χάσματα ἰδιόμορφα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιόμορφος: -ον, ἔχων ἰδίαν μορφήν, Στράβ. 207, Πλουτ. Μάρ. 25.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰδιόμορφος, -ον)
αυτός που έχει ιδιάζουσα μορφή ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες (α. «ιδιόμορφο κτήριο» β. «ἰδιόμορφόν τι γεννᾶσθαι ζῷον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύμορφος, τερατόμορφος].

Greek Monotonic

ἰδιόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει περίεργη μορφή, ιδιαίτερη μορφή, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἰδιό-μορφος, ον [μόρφη]
of peculiar form, Plut.