εἴκελος: Difference between revisions

mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eikelos
|Transliteration C=eikelos
|Beta Code=ei)/kelos
|Beta Code=ei)/kelos
|Definition=η, ον, ([[εἰκός]]) [[like]], τινί Il.22.134; [[χελιδόνι]] εἰκέλη αὐδήν Od.21.411, cf. Hdt.8.8 ([[varia lectio|v.l.]] for [[ἴκελος]]), S.Fr.574.4, Plu.2.410e.
|Definition=η, ον, ([[εἰκός]]) [[like]], τινί Il.22.134; [[χελιδόνι]] εἰκέλη αὐδήν Od.21.411, cf. [[Herodotus|Hdt.]]8.8 ([[varia lectio|v.l.]] for [[ἴκελος]]), S.Fr.574.4, Plu.2.410e.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[semblable à]], [[τινι]].<br />'''Étymologie:''' [[εἴκω]].
|btext=ος, ον :<br />[[semblable à]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[εἴκω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

English (LSJ)

η, ον, (εἰκός) like, τινί Il.22.134; χελιδόνι εἰκέλη αὐδήν Od.21.411, cf. Hdt.8.8 (v.l. for ἴκελος), S.Fr.574.4, Plu.2.410e.

Spanish (DGE)

-η, -ον
parecido, semejante c. dat., de cosas ἄορ ... εἴ. ἀστεροπῇ Il.14.386, cf. 22.134, Od.10.304, 21.411, Hes.Sc.451, Trag.Adesp.700.4, Hp.Cord.5, A.R.1.544, 3.287, (θρῖα ἐαρινά) κορώνης ποσὶν εἴκελα Plu.2.410e, cf. Orph.L.163, 299, de pers. φλογὶ εἴ. ... Ἕκτωρ Il.13.53, cf. 688, 17.88, 20.423, Hes.Sc.322, σκιῇ εἴκελον ἢ καὶ ὀνείρῳ del alma de la madre de Ulises Od.11.207, μάλα εἰκέλω ἀλλήλοιϊν ἔμμεναι que los dos nos parecemos mucho el uno al otro, Od.19.384, οὐ θνητοῖσι βροτοῖσιν εἴ. h.Bacch.21, cf. Call.SHell.285.9, Mosch.1.7, 2.145
c. dat. y ac. rel. Ἰδομενεὺς ... συῒ εἴ. ἀλκήν Idomeneo ... semejante a un jabalí en arrojo, Il.4.253, cf. 7.281, 13.330, 18.154, ὅς κεν ἀεργὸς ζώῃ, κηφήνεσσι κοθούροις εἴ. ὀργήν el que viva sin trabajar, semejante en carácter a los zánganos sin aguijón Hes.Op.304, οὐδεὶς ... Κομβάβῳ σοφίην καὶ εὐδαιμονίην εἴ. Luc.Syr.D.25; cf. ἴκελος.

German (Pape)

[Seite 726] (εἴκω, vgl. ἴκελος), ähnlich, τινί, Od. 21, 411 Il. 22, 134 u. öfter; Hes. Sc. 451 u. sp. D. Auch Her. 8, 8 u. Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
semblable à, τινι.
Étymologie: εἴκω.

Russian (Dvoretsky)

εἴκελος: [*εἴκω I] подобный, похожий (τινι Hom., Hes., Her., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εἴκελος: -η, -ον, (εἰκὸς) ὅμοιος, Λατ. similis, τινι Ἰλ. Χ. 134, Ὀδ. Φ. 411, κ. ἀλλ.· Ἐπ. ἐπίθ. ἐν χρήσει ὡσαύτως παρ’ Ἡρόδ. 8. 8, Πλούτ. 2. 410Ε.

English (Autenrieth)

(ϝεικ., ἔοικα): like, τινί. Cf. ἴκελος.

Greek Monolingual

εἴκελος, -η, -ον (Α)
όμοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ομηρ. είκελος εμφανίζει παράλληλο τύπο ίκελος «όμοιος» που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα weik- «αληθεύω, ομοιάζω» τών ρημάτων εικάζω, έοικα. Το ει- του τύπου είκελος ερμηνεύεται είτε ως αναλογικός σχηματισμός προς το ρήμα είκω ή ως προϊόν μετρικής εκτάσεως στον Όμηρο.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αγαθείκελος, ανδρείκελος, ανθρωποείκελος, βροτοείκελος, επιείκελος, θεοείκελος, προσείκελος.

Greek Monotonic

εἴκελος: -η, -ον (εἰκός), όμοιος, Λατ. similis, τινι, σε Όμηρ., Ηρόδ.

Middle Liddell

εἴκελος, η, ον εἰκός
like, Lat. similis, τινι Hom., Hdt.