νωτιαῖος: Difference between revisions
mNo edit summary |
|||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=notiaios | |Transliteration C=notiaios | ||
|Beta Code=nwtiai=os | |Beta Code=nwtiai=os | ||
|Definition= | |Definition=νωτιαία, νωτιαῖον,<br><span class="bld">A</span> [[spinal]], [[νωτιαῖα ἄρθρα]] the [[spinal]] [[vertebra|vertebrae]], E.''El.''841; [[νωτιαῖος μυελός]] = [[spinal marrow]], [[spinal cord]] Hp.''Aph.'' 5.18, Pl.''Ti.''74a; <b class="b3">ὁ νωτιαῖος</b>, without [[μυελός]], Hp.''Art.''45; νωτιαία [[ἄκανθα]] Diog. Apoll.6.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">λεπὶς νωτιαία</b> [[back-plate]], Ph.''Bel.''63.46. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0273.png Seite 273]] zum Rücken gehörig; ἄρθρα, Eur. El. 841; [[μυελός]], Rückenmark, Plat. Tim. 74 a; φλέβες, 77 d; Arist. u. Folgde. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0273.png Seite 273]] zum Rücken gehörig; ἄρθρα, Eur. El. 841; [[μυελός]], [[Rückenmark]], Plat. Tim. 74 a; φλέβες, 77 d; Arist. u. Folgde. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ νωτιαῖος, -αία, -ον, Α ποιητ. τ. νωταῖος, -αία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στα [[νώτα]], [[δηλαδή]] στη σπονδυλική [[στήλη]] ανθρώπων και ζώων («[[νωτιαίος]] [[μυελός]]» — το [[τμήμα]] του κεντρικού νευρικού συστήματος που περιέχεται στον σπονδυλικό [[σωλήνα]] και αποτελεί [[συνέχεια]] του προμήκους μυελού)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «νωτιαία [[άκανθα]]» — το [[σύνολο]] τών ακανθωδών αποφύσεων τών σπονδύλων<br />β) «νωτιαία γάγγλια» — μικρά ατρακτοειδή σωμάτια από νευρικά κύτταρα τα οποία βρίσκονται [[μέσα]] στα μεσοσπονδύλια τμήματα<br />γ) «νωτιαία [[νεύρα]]» — μικρά νευρικά στελέχη που εκπορεύονται από τον νωτιαίο μυελό<br />δ) «νωτιαία [[φθίση]]» — η [[νωτιάδα]] [[φθίση]]<br />ε) «νωτιαία [[χορδή]]» — η [[νωτοχορδή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οπίσθιος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «νωτιαῖα ἄρθρα» — οι σπόνδυλοι της σπονδυλικής στήλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῶτον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> / -<i>αῖος</i> ( | |mltxt=-α, -ο (ΑΜ νωτιαῖος, -αία, -ον, Α ποιητ. τ. νωταῖος, -αία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στα [[νώτα]], [[δηλαδή]] στη σπονδυλική [[στήλη]] ανθρώπων και ζώων («[[νωτιαίος]] [[μυελός]]» — το [[τμήμα]] του κεντρικού νευρικού συστήματος που περιέχεται στον σπονδυλικό [[σωλήνα]] και αποτελεί [[συνέχεια]] του προμήκους μυελού)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «νωτιαία [[άκανθα]]» — το [[σύνολο]] τών ακανθωδών αποφύσεων τών σπονδύλων<br />β) «νωτιαία γάγγλια» — μικρά ατρακτοειδή σωμάτια από νευρικά κύτταρα τα οποία βρίσκονται [[μέσα]] στα μεσοσπονδύλια τμήματα<br />γ) «νωτιαία [[νεύρα]]» — μικρά νευρικά στελέχη που εκπορεύονται από τον νωτιαίο μυελό<br />δ) «νωτιαία [[φθίση]]» — η [[νωτιάδα]] [[φθίση]]<br />ε) «νωτιαία [[χορδή]]» — η [[νωτοχορδή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οπίσθιος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «νωτιαῖα ἄρθρα» — οι σπόνδυλοι της σπονδυλικής στήλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῶτον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> / -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[μετωπιαίος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 08:18, 5 November 2023
English (LSJ)
νωτιαία, νωτιαῖον,
A spinal, νωτιαῖα ἄρθρα the spinal vertebrae, E.El.841; νωτιαῖος μυελός = spinal marrow, spinal cord Hp.Aph. 5.18, Pl.Ti.74a; ὁ νωτιαῖος, without μυελός, Hp.Art.45; νωτιαία ἄκανθα Diog. Apoll.6.
2 λεπὶς νωτιαία back-plate, Ph.Bel.63.46.
German (Pape)
[Seite 273] zum Rücken gehörig; ἄρθρα, Eur. El. 841; μυελός, Rückenmark, Plat. Tim. 74 a; φλέβες, 77 d; Arist. u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
νωτιαῖος: спинной (ἄρθρα Eur.; ἄκανθα Arst.; μυελός Plat., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
νωτιαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ νῶτα ἢ τὴν ῥάχιν, ν. ἄρθρα, οἱ νωτιαῖοι σπόνδυλοι, Εὐρ. Ἠλ. 841· ν. μυελὸς Ἱππ. Ἀφ. 1253, Πλάτ. Τίμ. 74Α· οὕτω καὶ ὁ νωτ., ἄνευ τοῦ μυελός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809· ν. ἄκανθα, Λατ. spinae dorsi, Διογ. Ἀπολλ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 6.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ νωτιαῖος, -αία, -ον, Α ποιητ. τ. νωταῖος, -αία, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στα νώτα, δηλαδή στη σπονδυλική στήλη ανθρώπων και ζώων («νωτιαίος μυελός» — το τμήμα του κεντρικού νευρικού συστήματος που περιέχεται στον σπονδυλικό σωλήνα και αποτελεί συνέχεια του προμήκους μυελού)
νεοελλ.
φρ. α) «νωτιαία άκανθα» — το σύνολο τών ακανθωδών αποφύσεων τών σπονδύλων
β) «νωτιαία γάγγλια» — μικρά ατρακτοειδή σωμάτια από νευρικά κύτταρα τα οποία βρίσκονται μέσα στα μεσοσπονδύλια τμήματα
γ) «νωτιαία νεύρα» — μικρά νευρικά στελέχη που εκπορεύονται από τον νωτιαίο μυελό
δ) «νωτιαία φθίση» — η νωτιάδα φθίση
ε) «νωτιαία χορδή» — η νωτοχορδή
αρχ.
1. οπίσθιος
2. φρ. «νωτιαῖα ἄρθρα» — οι σπόνδυλοι της σπονδυλικής στήλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + κατάλ. -ιαῖος / -αῖος (πρβλ. μετωπιαίος)].
Greek Monotonic
νωτιαῖος: -α, -ον (νῶτον), αυτός που ανήκει στην πλάτη, στα νώτα ή στη ράχη· νωτιαῖα ἄρθρα, ραχιαίοι, νωτιαίοι σπόνδυλοι, σε Ευρ.
Middle Liddell
νωτιαῖος, η, ον νῶτον
of the back or spine, ν. ἄρθρα the spinal vertebrae, Eur.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ἀνήκει στά νῶτα). Ἀπό τό νῶτον (=πλάτη), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.