φιλομεμφής: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filomemfis
|Transliteration C=filomemfis
|Beta Code=filomemfh/s
|Beta Code=filomemfh/s
|Definition=ές, [[fond of finding fault]], [[censorious]], <span class="bibl">Democr.109</span>, Plu.2.707a:—irreg. Sup. φιλομεμφότατος <span class="bibl">Id.<span class="title">Comp.Cim.Luc.</span>1</span>.
|Definition=φιλομεμφές, [[fond of finding fault]], [[censorious]], Democr.109, Plu.2.707a:—irreg. Sup. φιλομεμφότατος Id.''Comp.Cim.Luc.''1.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που του αρέσει να μέμφεται, να ψέγει, να επιτιμά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μεμφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέμφομαι]] «[[κατηγορώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἑτοιμο</i>-<i>μεμφής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που του αρέσει να μέμφεται, να ψέγει, να επιτιμά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μεμφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέμφομαι]] «[[κατηγορώ]]»), [[πρβλ]]. [[ἑτοιμομεμφής]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλομεμφής Medium diacritics: φιλομεμφής Low diacritics: φιλομεμφής Capitals: ΦΙΛΟΜΕΜΦΗΣ
Transliteration A: philomemphḗs Transliteration B: philomemphēs Transliteration C: filomemfis Beta Code: filomemfh/s

English (LSJ)

φιλομεμφές, fond of finding fault, censorious, Democr.109, Plu.2.707a:—irreg. Sup. φιλομεμφότατος Id.Comp.Cim.Luc.1.

German (Pape)

[Seite 1282] ές, tadelsüchtig, mißvergnügt, Plut.; dazu der unregelmäßige superl. φιλομεμφότατος, wie von φιλόμεμφος, Plut. compar. Cimon. 1.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime à faire des reproches, grondeur.
Étymologie: φίλος, μέμφομαι.

Russian (Dvoretsky)

φιλομεμφής: (superl. φιλομεμφότατος) любящий порицать, придирчивый Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλομεμφής: -ές, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν νὰ μέμφηται, νὰ ψέγῃ, νὰ ἐπιτιμᾷ, Πλούτ. 2. 707Α· ― τὸ ὑπερθ. φιλομεμφότατος ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ. ἐν Κίμωνος καὶ Λουκούλλου συγκρίσει 1, πιθανῶς ἡμαρτημένως ἀντὶ -έστατος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που του αρέσει να μέμφεται, να ψέγει, να επιτιμά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μεμφής (< μέμφομαι «κατηγορώ»), πρβλ. ἑτοιμομεμφής].