ἐγχειρητής: Difference between revisions
Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=egcheiritis | |Transliteration C=egcheiritis | ||
|Beta Code=e)gxeirhth/s | |Beta Code=e)gxeirhth/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐγχειρητοῦ, ὁ, [[one who undertakes]], καινῶν ἔργων Ar. ''Av.''257; πράξεως Ph.2.27: abs., Adam.''Phgn.''2.39. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:21, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐγχειρητοῦ, ὁ, one who undertakes, καινῶν ἔργων Ar. Av.257; πράξεως Ph.2.27: abs., Adam.Phgn.2.39.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
emprendedor c. gen. καινῶν ἔργων τ' ἐ. Ar.Au.257, πράξεως Ph.2.27, cf. Adam.2.39.
German (Pape)
[Seite 713] ὁ, der Etwas angreift, Unternehmer, Ar. Av. 258 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui entreprend, entreprenant, aventurier.
Étymologie: ἐγχειρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγχειρητής: οῦ ὁ зачинатель (καινῶν ἔργων Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχειρητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιχειρῶν τι, ὁ ἐπιλαμβανόμενός τινος, ῥιψοκίνδυνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 257.
Greek Monolingual
ο (AM ἐγχειρητής)
νεοελλ.
χειρουργός
αρχ.
αυτός που επιχειρεί κάτι.
Greek Monotonic
ἐγχειρητής: -οῦ, ὁ, αυτός που αναλαμβάνει ένα έργο, ριψοκίνδυνος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἐγχειρητής, οῦ, [from ἐγχειρέω
an undertaker, an adventurer, Ar.