ῥῖπος: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ripos
|Transliteration C=ripos
|Beta Code=r(i=pos
|Beta Code=r(i=pos
|Definition=εος, τό,= [[ῥίψ]], [[mat]] or [[hurdle]], <b class="b3">ῥίπεϊ καλάμων</b> [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">Hdt.2.96</span>; ἀχύρων ῥ. <b class="b2">Docum.Ant.dell' Africa Italiana</b> <span class="bibl">1.86</span>, al. (Cyrene, iv B.C.): also ῥῖπος, ὁ, <span class="bibl">Aen.Tact.29.6</span> (pl.), <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>3p.328</span> (pl.), <span class="bibl">Agatharch. 63</span>, Dsc.1.45.
|Definition=εος, τό, = [[ῥίψ]], [[mat]] or [[hurdle]], <b class="b3">ῥίπεϊ καλάμων</b> [[varia lectio|v.l.]] in [[Herodotus|Hdt.]]2.96; ἀχύρων ῥ. Docum.Ant.dell' Africa Italiana 1.86, al. (Cyrene, iv B.C.): also [[ῥῖπος]], ὁ, Aen.Tact.29.6 (pl.), ''PPetr.''3p.328 (pl.), Agatharch. 63, Dsc.1.45.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / ῥῑπος, ΝΑ, και ῥῑπος, τὸ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> [[πλέγμα]] υφαντό ή χειρόπλεχτο από φθαρμένα [[σχοινιά]], που χρησιμεύει για να τυλίγουν τα χοντρά [[σχοινιά]] και να τά προστατεύει από την [[τριβή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ρίπος]] σύγκρουσης» ή «[[ρίπος]] Μακάροφ» — ορθογώνιο [[παράβλημα]] από διπλό μουσαμά ενισχυμένο με νευρώσεις που τοποθετείται έξω από [[ρήγμα]] στη [[γάστρα]] μικρού σκάφους και σφίγγεται για να το προστατεύσει από την [[κατάκλυση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψάθα]], [[ψαθί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. <i>ῥίψ</i>, <i>ῥιπός</i>].
|mltxt=ο / ῥῑπος, ΝΑ, και ῥῖπος, τὸ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> [[πλέγμα]] υφαντό ή χειρόπλεχτο από φθαρμένα [[σχοινιά]], που χρησιμεύει για να τυλίγουν τα χοντρά [[σχοινιά]] και να τά προστατεύει από την [[τριβή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ρίπος]] σύγκρουσης» ή «[[ρίπος]] Μακάροφ» — ορθογώνιο [[παράβλημα]] από διπλό μουσαμά ενισχυμένο με νευρώσεις που τοποθετείται έξω από [[ρήγμα]] στη [[γάστρα]] μικρού σκάφους και σφίγγεται για να το προστατεύσει από την [[κατάκλυση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψάθα]], [[ψαθί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. <i>ῥίψ</i>, <i>ῥιπός</i>].
}}
}}
{{etym
{{etym

Latest revision as of 14:54, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῖπος Medium diacritics: ῥῖπος Low diacritics: ρίπος Capitals: ΡΙΠΟΣ
Transliteration A: rhîpos Transliteration B: rhipos Transliteration C: ripos Beta Code: r(i=pos

English (LSJ)

εος, τό, = ῥίψ, mat or hurdle, ῥίπεϊ καλάμων v.l. in Hdt.2.96; ἀχύρων ῥ. Docum.Ant.dell' Africa Italiana 1.86, al. (Cyrene, iv B.C.): also ῥῖπος, ὁ, Aen.Tact.29.6 (pl.), PPetr.3p.328 (pl.), Agatharch. 63, Dsc.1.45.

German (Pape)

[Seite 845] τό, eine aus Zweigen oder Schilf geflochtene Decke, Matte; Her. 2, 96 (vgl. ῥίψ); gew. ῥίπος betont, ἐπὶ ῥίπους πλέοις für ἐπὶ ῥιπός (s. ῥίψ), als v.l. Plut. de Pyth. orac. 22. ὁ, = Folgdm, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
claie, natte.
Étymologie: DELG ῥίψ.

Russian (Dvoretsky)

ῥῖπος: εος τό плетенка, циновка Her.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῖπος: (οὐχὶ ῥίπος), εος, ὡς ῥίψ, ψίαθος, ψάθα, ῥίπεῖ καλάμων Ἡρόδ. 2. 96· ὡσαύτως ῥῖπος, ὁ, Διοσκ. 1. 55, Ἀγαθαρχ. σ. 47.

Greek Monolingual

ο / ῥῑπος, ΝΑ, και ῥῖπος, τὸ, Α
νεοελλ.
ναυτ.
1. πλέγμα υφαντό ή χειρόπλεχτο από φθαρμένα σχοινιά, που χρησιμεύει για να τυλίγουν τα χοντρά σχοινιά και να τά προστατεύει από την τριβή
2. φρ. «ρίπος σύγκρουσης» ή «ρίπος Μακάροφ» — ορθογώνιο παράβλημα από διπλό μουσαμά ενισχυμένο με νευρώσεις που τοποθετείται έξω από ρήγμα στη γάστρα μικρού σκάφους και σφίγγεται για να το προστατεύσει από την κατάκλυση
αρχ.
ψάθα, ψαθί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. ῥίψ, ῥιπός].

Frisk Etymological English

Meaning: wickerwork
See also: s. ῥίψ.

Frisk Etymology German

ῥῖπος: {rhĩpos}
Meaning: Flechtwerk
See also: s. ῥίψ.
Page 2,658