μυρμηκίας: Difference between revisions

From LSJ

φύσει γὰρ ἄνθρωπος ὃ βούλεται, τοῦτο καί οἴεται → it's human nature: what you want, you believe

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myrmikias
|Transliteration C=myrmikias
|Beta Code=murmhki/as
|Beta Code=murmhki/as
|Definition=[[λίθος]], [[]], a precious stone <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with wart-like lumps upon it]], <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>37.174</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">μ. χρυσός</b> glod [[dug by]] μύρμηκες ''ΙΙ'', <span class="bibl">Hld.10.26</span>.</span>
|Definition=[[λίθος]], ὁ, a precious stone<br><span class="bld">A</span> [[with wart-like lumps upon it]], Plin.''HN''37.174.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">μ. χρυσός</b> glod [[dug by]] μύρμηκες ''ΙΙ'', Hld.10.26.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυρμηκίας]], ὁ (Α)<br /><b>φρ.</b> α) «[[μυρμηκίας]] [[λίθος]]» — [[είδος]] πολύτιμου λίθου που έχει μελανά στίγματα ή εξογκώματα όμοια με [[μυρμηγκιά]], με [[ακροχορδόνα]]<br />β) «[[μυρμηκίας]] [[χρυσός]]» — [[είδος]] χρυσού με μελανές εκφύσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρμηξ]], -<i>ηκος</i>, «[[μυρμήγκι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κυκν</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=[[μυρμηκίας]], ὁ (Α)<br /><b>φρ.</b> α) «[[μυρμηκίας]] [[λίθος]]» — [[είδος]] πολύτιμου λίθου που έχει μελανά στίγματα ή εξογκώματα όμοια με [[μυρμηγκιά]], με [[ακροχορδόνα]]<br />β) «[[μυρμηκίας]] [[χρυσός]]» — [[είδος]] χρυσού με μελανές εκφύσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρμηξ]], -<i>ηκος</i>, «[[μυρμήγκι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[κυκνίας]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρμηκίας Medium diacritics: μυρμηκίας Low diacritics: μυρμηκίας Capitals: ΜΥΡΜΗΚΙΑΣ
Transliteration A: myrmēkías Transliteration B: myrmēkias Transliteration C: myrmikias Beta Code: murmhki/as

English (LSJ)

λίθος, ὁ, a precious stone
A with wart-like lumps upon it, Plin.HN37.174.
II μ. χρυσός glod dug by μύρμηκες ΙΙ, Hld.10.26.

German (Pape)

[Seite 220] ὁ, λίθος, Plin. H. N. 37, 10, ein Edelstein mit erhabenen schwarzen Stellen, wie Warzen; – χρυσὸς μυρμηκίας, das nach der Fabel von den Ameisen in Indien gegrabene Gold.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
s.e. λίθος;
pierre précieuse tachetée de noir.
Étymologie: μύρμηξ.

Greek (Liddell-Scott)

μυρμηκίας: λίθος, ὁ, πολύτιμός τις λίθος, ἐφ’ οὗ ὑπάρχουσιν ἐξογκώματα ὅμοια πρὸς μυρμηκιὰν (τὸ ἐξάνθημα), Πλίν. 37. 63.

Greek Monolingual

μυρμηκίας, ὁ (Α)
φρ. α) «μυρμηκίας λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου που έχει μελανά στίγματα ή εξογκώματα όμοια με μυρμηγκιά, με ακροχορδόνα
β) «μυρμηκίας χρυσός» — είδος χρυσού με μελανές εκφύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος, «μυρμήγκι» + κατάλ. -ίας (πρβλ. κυκνίας)].