ἐπῆλυξ: Difference between revisions
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epilyks | |Transliteration C=epilyks | ||
|Beta Code=e)ph=luc | |Beta Code=e)ph=luc | ||
|Definition=ῠγος, ὁ, ἡ, [[overshadowing]], <b class="b3">τὴν πέτραν ἐπήλυγα λαβεῖν</b> take the rock [[as a screen]], | |Definition=ῠγος, ὁ, ἡ, [[overshadowing]], <b class="b3">τὴν πέτραν ἐπήλυγα λαβεῖν</b> take the rock [[as a screen]], E.''Cyc.''680. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:18, 25 August 2023
English (LSJ)
ῠγος, ὁ, ἡ, overshadowing, τὴν πέτραν ἐπήλυγα λαβεῖν take the rock as a screen, E.Cyc.680.
German (Pape)
[Seite 920] υγος, überschattend, verbergend, πέτρα Eur. Cycl. 680.
French (Bailly abrégé)
υγος;
adj. f.
qui recouvre, qui donne de l'ombre.
Étymologie: ἐπί, ἠλύγη.
Russian (Dvoretsky)
ἐπῆλυξ: ῠγος adj. f ἠλύγη покрывающий своей тенью, закрывающий (πέτρα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπῆλυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, σκέπη, προκάλυμμα, οὗτοι σιωπῇ τὴν πέτραν ἐπήλυγα λαβόντες ἑστήκασι Εὐρ. Κύκλ. 680· πρβλ. ἐπηλυγάζω.
Greek Monolingual
ἐπῆλυξ ο, η (Α)
αυτός που σκεπάζει, που καλύπτει κάτι («τὴν πέτραν ἐπήλυγα λαβόντες ἑστήκασι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήλυξ «σκοτάδι»].
Greek Monotonic
ἐπῆλυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, αυτός που κάνει σκιά, που χρησιμεύει ως καταφύγιο, σε Ευρ.
Middle Liddell
overshadowing, sheltering, Eur.