ἀναξιόπιστος: Difference between revisions
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anaksiopistos | |Transliteration C=anaksiopistos | ||
|Beta Code=a)nacio/pistos | |Beta Code=a)nacio/pistos | ||
|Definition= | |Definition=ἀναξιόπιστον, [[unworthy of credit]], Eudem. ap. Simp. ''in Ph.''115.35, Alex.Aphr. ''in Metaph.''317.15. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:23, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀναξιόπιστον, unworthy of credit, Eudem. ap. Simp. in Ph.115.35, Alex.Aphr. in Metaph.317.15.
Spanish (DGE)
-ον
que no merece crédito λόγοι Eudem. en Simp.in Ph.115.25, οἱ τεχνίται ἀναξιοπιστότεροι Alex.Aphr.in Metaph.317.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναξιόπιστος: -ον, ἀνάξιος πίστεως, Φώτ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀναξιόπιστος, -ον)
αυτός που δεν αξίζει να γίνει πιστευτός
νεοελλ.
αυτός που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη για συναλλαγές, ο μη φερέγγυος, αφερέγγυος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἀξιόπιστος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναξιοπιστία].
Translations
untrustworthy
Bulgarian: ненадежден; Czech: nedůvěryhodný; Dutch: onbetrouwbaar; Esperanto: malfidinda; Galician: falso; German: unzuverlässig; Greek: αναξιόπιστος; Ancient Greek: ἀναξιόπιστος, ἀπίθανος, ἄπιστος, δολερός, δολόεις, δολῶπις, παλίμβολος; Hungarian: megbízhatatlan; Latin: infidus, levifidus; Macedonian: недоверлив, неверодостоен; Maori: ngutu tere; Romanian: îndoielnic, nesigur; Russian: ненадёжный, не заслуживающий доверия; Swedish: opålitlig; Telugu: అవిశ్వసనీయము, నమ్మదగని; Tocharian B: empakwatte