λευκήρετμος: Difference between revisions
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lefkiretmos | |Transliteration C=lefkiretmos | ||
|Beta Code=leukh/retmos | |Beta Code=leukh/retmos | ||
|Definition= | |Definition=λευκήρετμον, [[with white oars]], Ἄρης E.''IA''283 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:04, 25 August 2023
English (LSJ)
λευκήρετμον, with white oars, Ἄρης E.IA283 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 33] mit weißen Rudern, Eur. I. A. 283.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux rames blanches.
Étymologie: λευκός, ἐρετμός.
Russian (Dvoretsky)
λευκήρετμος: беловесельный, с белыми веслами (Ἄρης, sc. στόλος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
λευκήρετμος: -ον, ἔχων λευκὰς κώπας, Ἄρης Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 283.
Greek Monolingual
λευκήρετμος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκά κουπιά («λευκήρετμος Ἄρης», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -ήρετμος (< ἐρετμόν «κουπί». Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. ευή-ρετμος, φιλ-ήρετμος)].
Greek Monotonic
λευκήρετμος: -ον (ἐρετμός), αυτός που έχει άσπρα κουπιά, σε Ευρ.