πλημμυρίδα: Difference between revisions
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
mNo edit summary |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=[[πλημμυρίδα]], η / [[πλημμυρίς]], πλημμυρίδος, ΝΜΑ, και [[πλήμυρις]] Α<br />η [[φάση]] της παλίρροιας [[κατά]] την οποία η [[στάθμη]] της θάλασσας ανυψώνεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παράγεται από τον τ. [[πλήμη]] «[[πλημμυρίδα]]» (<span style="color: red;"><</span> [[πίμπλημι]]) πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. <i>πλημυρός</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] [[ἁλμυρίς]]: [[ἁλμυρός]]: [[ἅλμη]]. Η ορθή [[γραφή]] της λ. [[είναι]] [[πλημυρίς]], ενώ οι τ. με δύο -<i>μμ</i>-, που επικράτησαν, προέρχονται από την παρετυμολογική [[θεώρηση]] της λ. ως σύνθ. <span style="color: red;"><</span> [[πλήν]] <span style="color: red;">+</span> [[μύρομαι]] «[[χύνω]] δάκρυα, [[κλαίω]]» ([[πρβλ]]. [[πλημμελής]]). Το -<i>υ</i>- του τ. [[είναι]] κανονικά βραχύ, όπως απαντά στον Όμ., εμφανίζεται, όμως και ως μακρό, [[μάλλον]] κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το -<i>ῡ</i>- των <i>πλήμῡρα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πλημυρ</i>-<i>jα</i>), <i>πλημῡρω</i>. Τέλος, ο [[αναβιβασμός]] του τόνου στον τ. <i>πλήμυρις</i> [[είναι]] αναλογικός [[προς]] το <i>ἀνάπτωτις</i> και πιθ. το [[πλήμυρα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:31, 21 April 2024
Greek Monolingual
πλημμυρίδα, η / πλημμυρίς, πλημμυρίδος, ΝΜΑ, και πλήμυρις Α
η φάση της παλίρροιας κατά την οποία η στάθμη της θάλασσας ανυψώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από τον τ. πλήμη «πλημμυρίδα» (< πίμπλημι) πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πλημυρός κατά το σχήμα ἁλμυρίς: ἁλμυρός: ἅλμη. Η ορθή γραφή της λ. είναι πλημυρίς, ενώ οι τ. με δύο -μμ-, που επικράτησαν, προέρχονται από την παρετυμολογική θεώρηση της λ. ως σύνθ. < πλήν + μύρομαι «χύνω δάκρυα, κλαίω» (πρβλ. πλημμελής). Το -υ- του τ. είναι κανονικά βραχύ, όπως απαντά στον Όμ., εμφανίζεται, όμως και ως μακρό, μάλλον κατ' αναλογία προς το -ῡ- των πλήμῡρα (< πλημυρ-jα), πλημῡρω. Τέλος, ο αναβιβασμός του τόνου στον τ. πλήμυρις είναι αναλογικός προς το ἀνάπτωτις και πιθ. το πλήμυρα.