πολυόμματος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyommatos
|Transliteration C=polyommatos
|Beta Code=poluo/mmatos
|Beta Code=poluo/mmatos
|Definition=ον, [[many-eyed]], of Argus, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>3.1</span>.
|Definition=πολυόμματον, [[many-eyed]], of [[Argus]], Luc.''DDeor.''3.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0667.png Seite 667]] vieläugig, Argos, Luc. D. D. 3, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0667.png Seite 667]] [[vieläugig]], Argos, Luc. D. D. 3, 1.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολυόμματος -ον &#91;[[πολύς]], [[ὄμμα]]] [[met vele ogen]].
|elnltext=πολυόμματος -ον &#91;[[πολύς]], [[ὄμμα]]] [[met vele ogen]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυόμμᾰτος:''' -ον ([[ὄμμα]]), αυτός που έχει [[πολλά]] μάτια, σε Λουκ.
|lsmtext='''πολυόμμᾰτος:''' -ον ([[ὄμμα]]), αυτός που έχει [[πολλά]] μάτια, σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολυ-όμμᾰτος, ον, [[ὄμμα]]<br />[[many]]-eyed, Luc.
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυόμμᾰτος Medium diacritics: πολυόμματος Low diacritics: πολυόμματος Capitals: ΠΟΛΥΟΜΜΑΤΟΣ
Transliteration A: polyómmatos Transliteration B: polyommatos Transliteration C: polyommatos Beta Code: poluo/mmatos

English (LSJ)

πολυόμματον, many-eyed, of Argus, Luc.DDeor.3.1.

German (Pape)

[Seite 667] vieläugig, Argos, Luc. D. D. 3, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a beaucoup d'yeux.
Étymologie: πολύς, ὄμμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυόμματος -ον [πολύς, ὄμμα] met vele ogen.

Russian (Dvoretsky)

πολυόμμᾰτος: многоокий (Ἄργος Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυόμμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ ὄμματα, πολλοὺς ὀφθαλμούς, ἐπὶ τοῦ Ἄργου, Λουκ. Θεῶν, Δ. 3. 1.

Greek Monolingual

ο / πολυόμματος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων
μσν.-αρχ.
1. αυτός που έχει πολλά μάτια (α. «βουκόλον τίνα πολυόμματον Ἄργον τοὔνομα ἐπέστησεν», Λουκιαν.
β. «τὰ πολυόμματα Χερουβίμ καὶ τά ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ», Μέγ. Βασ.)
2. ονομασία ξεχωριστής τάξης τών αγγελικών δυνάμεων («ἡ δύναμις τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν πολυομμάτων», Ρωμ. Μελ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -όμματος (< ὄμμα, -ατος «μάτι»), πρβλ. γλαυκόμματος].

Greek Monotonic

πολυόμμᾰτος: -ον (ὄμμα), αυτός που έχει πολλά μάτια, σε Λουκ.